Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012 2 comments

Εικονική Πραγματικότητα

Τα μεγαλύτερα διαστήματα σιγής τα διαδέχεται ισχυρότατη εκφραστικότητα, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που οι μετασεισμοί συχνά επιφέρουν πιο καταστροφικά αποτελέσματα από το κύριο σεισμικό γεγονός. Ή, τουλάχιστον, κι επειδή δεν είναι δίκαιο για ένα αξιολογότατο φυσικό φαινόμενο όπως είναι ο σεισμός να υφίσταται αντιπαραβολής με δυο στεγνά στιχάκια ή ένα τσιριχτό ρεφρέν, θα περιορίσω την ανωτέρω αυθαίρετη αντιπαραβολή στο προσωπικό (και άκρως αδιάφορο) επικοινωνιακό μου σύμπαν.

Τους τελευταίους μήνες, λοιπόν, το (πασίγνωστο πια) βαγονάκι του μυαλού μου τρίζει πιο δυνατά από ποτέ στην προσπάθειά του να διασχίσει τους συρμούς της (θεωρητικά ευαίσθητης) ανθρώπινης φύσης.

Ολοένα και συχνότερα, διαδρομές οι οποίες στο παρελθόν έμοιαζαν στα μάτια μου ιδανικές, καθώς δεν έφερναν στο νου παρά εικόνες από ειδυλλιακά τοπία και επίγειους παραδείσους, σήμερα έχουν μετασχηματιστεί σε σκοτεινές σπηλιές σαν εκείνες από τις οποίες περνά το τρενάκι του τρόμου: μπαρόκ στιγμές γεμάτες σκιώδεις παρουσίες, ανατριχιαστικοί ήχοι και η ατέρμονη ανυπομονησία του επιβάτη για το τέλος της διαδρομής. Σε μια από αυτές τις διαδρομές ήταν που με συνέλαβε μια σκέψη η οποία μου στέρησε τον ύπνο για εβδομάδες: «Εικονική Πραγματικότητα»…

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο παραπάνω όρος, παρ’ ότι κατ’ αρχήν τεχνικός -ως αναφερόμενος στην επιστήμη των υπολογιστών- έχει απαιτήσει σχεδόν απροκάλυπτα την παρεμβολή της Φιλοσοφικής Κοινότητας η οποία, κάπου ανάμεσα σε συστημικούς όρους και κουραστικά τυπολόγια, εισήγαγε στον ορισμό της Εικονικής Πραγματικότητας προτάσεις όπως η παρακάτω: 

«Η ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα συνθετικό περιβάλλον αντί για την εξωτερική παρατήρηση ενός τέτοιου περιβάλλοντος» (M. Gigante, 1993)

Ας το αναλύσουμε λίγο…

Υπάρχει, λοιπόν, ένα περιβάλλον. Συνθετικό περιβάλλον. Αποτελείται, δηλαδή, από άτομα, αντικείμενα και συνθήκες (ή διαδρομές). Και υπάρχουμε κι εμείς. Νοήμονα όντα τα οποία έχουμε τη δύναμη της γνώμης μας και την αξία της επιλογής μας, θέτοντας τον εαυτό μας σε μια πλειάδα σχετικών θέσεων απέναντι στο εν λόγω περιβάλλον: απέναντι από αυτό, μπροστά του, μέσα σε αυτό κοκ.

Αναφορικά με το εν λόγω Περιβάλλον, λοιπόν, εμείς, τα Όντα, έχουμε δύο επιλογές: είτε να το παρατηρούμε (αντιμετωπίζοντάς το ως εργαστηριακό φαινόμενο και αναλύοντας τα δεδομένα του in vitro) είτε να συμμετέχουμε ενεργά σε αυτό (και να αλληλεπιδράσουμε μαζί του διαπιστώνοντας, ιδίοις όμμασιν, τις πραγματικές του διαστάσεις). Η συζήτηση θα είχε ολοκληρωθεί (άδοξα) σε αυτό ακριβώς το σημείο, εάν δε συμμετείχε στον παραπάνω ορισμό η εξής (πονηρή, κατ’ εμέ) λέξη: ψευδαίσθηση.

Υπάρχει, δηλαδή, και μια τρίτη (πιο «σκοτεινή») εναλλακτική: δε μελετώ το περιβάλλον πίσω από την ασφάλεια του μικροσκοπίου μου, ούτε και συμμετέχω ενεργά σε αυτό εκτιθέμενος στους πραγματικούς του κινδύνους. Βιώνω αποκλειστικά και μόνο την ολοκληρωμένη ψευδαίσθηση της συμμετοχής μου σε αυτό.

Δηλαδή, στην πράξη, εκτίθεμαι σε μια κατάσταση-κλώνο ενός πραγματικού γεγονότος. Μην έχοντας να αντιμετωπίσω διαδραστικές καταστάσεις, ουσιαστικά συγκρούομαι με τον εαυτό μου, επιβαρύνομαι με το ψυχολογικό φορτίο το οποίο το περιβάλλον έχει προς διάθεσιν χωρίς, όμως, να κατασταθεί σαφές (ούτε από εμένα προς το περιβάλλον αλλά ούτε κι από το περιβάλλον προς εμένα) ότι, ακόμα κι αν ξεπεράσω τις δυσκολίες ολοκληρώνοντας κάποια διαδρομή του, κατ’ ουσίαν δεν έχω προοδεύσει. Γιατί δεν έχω προοδεύσει; Διότι το περιβάλλον είναι… Εικονικό: «Συγχαρητήρια Παίκτη 1! Περάσατε την πίστα 52! Σας χαρίζουμε μία ζωούλα ακόμα για το επόμενο επίπεδο, καθώς και δύο μαγικά φίλτρα για όταν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσετε το Δράκο!»

Γιατί, όμως, κάποιος να επέλεγε συνειδητά την ψευδαίσθηση; Δεν καθίσταται σαφές ότι αποτελεί την (ουχί μακαρία) οδό της ταλαιπωρίας, άσκοπη όσο και άστοχη; Κι όμως: η ψευδαίσθηση έχει ένα εξαιρετικά δελεαστικό συγκριτικό πλεονέκτημα: τη δυνατότητα για αποποίηση της ευθύνης. «Ο Όφις με εξαπάτησε. Η Εύα με κορόιδεψε. Δάγκωσα το μήλο ασυναίσθητα. Ήλπισα στη φώτιση του Δέντρου της Γνώσης.»

Κοινώς, η ψευδαίσθηση καταφέρνει, με το ένα ή το άλλο επικοινωνιακό τρικ, να μασκαρευτεί σε ανθρώπινη αδυναμία (και, ως τέτοια, να τύχει συγχώρεσης) διότι μπορεί να συνδυαστεί με πλειάδα σύγχρονων «μικρής εμβέλειας ψυχασθενειών» όπως η διατήρηση της ελπίδας, η προβολή των επιθυμιών μας στους άλλους και οι προσωπικές μας προσδοκίες.

Εμμέσως πλην σαφώς, λοιπόν, ο Φιλόσοφος-Επιστήμων μας δήλωσε απροκάλυπτα ότι βιώνουμε τις ψευδαισθήσεις μας με απόλυτη συναίσθηση, αγνοώντας την εναλλακτική να κρατήσουμε τις αποστάσεις μας. Άρα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για αδυναμία χαρακτήρα, αλλά για προσωπική επιλογή. Δε φταίνε, λοιπόν, οι άνθρωποι που -λόγου χάριν- ζητούν λίγα (και συχνά πολύ συγκεκριμένα) πράγματα από εσένα: φταις εσύ που επιλέγεις να ζήσεις με την ελπίδα της ψευδαίσθησης ότι μπορεί να επιθυμούν κι άλλα (δηλαδή περισσότερα).

Έχω καταλήξει ότι δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο σε κανένα ζήτημα: όλα είναι θέμα προοπτικής και επιλογής. Παρ’ ότι, λοιπόν, συχνά χρειάζεται προσπάθεια για να ισορροπήσω ανάμεσα στην ευαισθησία και τη λογική μου, διαπιστώνω πως πραγματικά αξίζει τον κόπο να καταβάλλω την αναγκαία προσπάθεια ώστε να απορρίψω διαπαντός την ψευδαίσθηση.
Στον υψηλό πυρετό, άλλωστε, χορηγούμε αντιπυρετικό και όχι placebo. Γιατί να κάνουμε το αντίστροφο όταν πρόκειται για την ψυχική μας υγεία;
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012 0 comments

«Por Minha Conta»

Por Minha Conta click to listen

Ana Moura Cover
© World Village, 2009
Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012 0 comments

Άσμα Λαϊκόν

Κοιμώμενα τα όνειρα,
καμιά φορά αρέσκονται
σε σύνδρομα εφιαλτικά
να μπλέκουν το μυαλό.

Τα χρόνια, κι αν κυλήσανε,
δεν έσβησαν τα βήματα
που φτάνουν το κατώφλι σου
σαν πάντοτε ζεστά.

Μα οι αποφάσεις μένουνε,
στητές, να μου θυμίζουνε
πως φέτος μας ξεπέρασαν
κι οι δεκατρείς χειμώνες.

Γι’ αυτό κέρνα με κώνειο
να σβήσει το σημάδι σου,
μήπως ακούσω ψύχραιμα
τα νέα για το γάμο σου...

"One Day" (2011)

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012 0 comments

Αίας

Το σκότος που μας μύησε ευλαβικά να σκύβουμε.
Το τραύμα που ειρωνεύτηκε, σαν είδε τα φτερά.
Το σθένος που μας γέλασε πως θα'ρθει, μα δε φάνηκε.
Τη βάρκα που ναυλώσαμε, κι έμεινε στις ακτές.

Αυτά θυμούμαι σήμερα,
στη στάλα του Δεκέμβρη σου
που σε κρατώ αντάμα μου
ζεστά και τραγουδώ.

Τα καταγράφω στο χαρτί,
τα περπατώ στο βλέμμα
τα καίω με τη φλόγα μου
σα να'ταν μυστικά.

Όλα ετούτα, σήμερα,
πόσο κουτά μου φαίνονται:
που μένουμε αλάργα τους
να ζήσουμε ξανά.

"245" by Justyna Kopania
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012 0 comments

Τέσσερις Λέξεις

Πλέουμε μόνοι τον κούφιο κόσμο των δωσίλογων,
σαν κληρονόμοι ενός πλοίου φορτηγού:
θεόρατου, δυσκίνητου, που τρέμει τις σπιλιάδες.
Κι εμείς, με βλέμμα πλευρικό, θωρούμε το σοβράνο.

Κι εγώ στεγνή, με μπόσικη τη μπίντα του μυαλού,
σε μια γωνίτσα ασφαλή απ’ τη μαρέα,
τρέμω στη σκέψη ότι νικήθηκα απ’ το φόβο
πως θα περάσω τη ζωή που φτιάχνω άναυτη.

Κι αφού δε μένει παρά να βιώνω συμβουλές,
σε μια θολή βουτιά στην όαση του νου μου,
σαν σε στιγμή παροξυσμού, ατέρμονου κι αλλοτινού,
θα σε προτρέψω με το βλέμμα να γενείς η αλλαγή σου:

Να δεις σα σύμβαση κάθε δομή που αγγίζεις.
Να κάνεις ευκαιρίες τα πάθη που τσαλαπατάς.
Να λούσεις με αλμύρα τη γάστρα της καρδιάς σου.
Να το τολμήσεις σήμερα να ζήσεις πιο απλά.

Δίχως πισωγυρίσματα σε σκιερούς ανθρώπους.
Δίχως σειρήνες που αδημονούν να υποκύψεις.
Δίχως υποκινήσεις για αγκαλιές σπασμωδικές
Δίχως σκιρτήματα παιδιάστικα στα πίσω θεωρεία.

Ένα πρωί. Ένα τηλέφωνο. Τέσσερις λέξεις.
Τίμια αποφασισμένες να μη μείνουν αναπάντητες.
«Θέλω να σε δω»
Τα πράγματα είναι απλά: πλέουμε τον κόσμο που επιλέγουμε.
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012 0 comments

Diamonds & Rust

Κάποια στιγμή, στη δεκαετία του ’60, η Joan Baez (η άκρως πολιτικοποιημένη αντι-ενζενί του αμερικανικού νεοφιλελευθερισμού) γνώρισε το Bob Dylan (τον πιο αναγνωρίσιμο – σήμερα – εκφραστή της αμερικανικής μεσοαστικής κουλτούρας). Η έλξη ήταν σχεδόν μοιραία. Οι μουσικές τους συναντήσεις έδιναν στο (ευαισθητοποιημένο και άκρως παρατηρητικό) κοινό της εποχής το στίγμα μιας άλλης διάστασης: μιας αναπτυσσόμενης και ελπιδοφόρας νέας πραγματικότητας στη μουσική έκφραση.

Όπως γράφουν όσοι είχαν την τύχη να τους δουν (και ταυτοχρόνως την ευσυνειδησία να γράψουν γι αυτούς ώστε να διατηρηθούν κατά το δυνατόν αναλλοίωτες οι μνήμες στο πέρας των χρόνων) ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο σε περισσότερα του ενός επίπεδα:
  • Ο Dylan αφαιρετικός – Η Baez πραγματίστρια
  • Ο Dylan με θεματολογία από την παράδοση – Η Baez βαθιά πολιτικοποιημένη
  • Ο Dylan συναισθηματικά συνεπαρμένος – Η Baez συναισθηματικά σταθερή
  • Ο Dylan εσωστρεφής – Η Baez ανοιχτά εκφραστική
  • Ο Dylan να βασίζει τη μουσική του στη θεατρική απόδοση των στίχων – Η Baez να στηρίζει τα σκληρά νοήματά της με ένα ανυπέρβλητο βιμπράτο
Η (ασταθής πλην παθιασμένη) σχέση τους κράτησε περίπου 2 χρόνια: ο «αέρας» του Dylan αποδείχθηκε δύσκολος στο συντονισμό με τη «φωτιά» της Baez. Εκείνος έγινε, τελικώς, ένας εναλλακτικός superstar κι εκείνη –πιστή στις κοινωνικές πεποιθήσεις της– παρέμεινε το αιώνιο ταλέντο το οποίο αναγνωρίζεται κατά κανόνα από τους ευαίσθητους εκπροσώπους της ανθρωπότητας.


Μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο, κι αφού το συναισθηματικό τοπίο ξεθόλωσε και τα πάθη άρχισαν να φαντάζουν γεννημένα «μερικά έτη φωτός μακριά» (όπως η ίδια η Baez αποκάλεσε το χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε από το χωρισμό τους έως την ημέρα που έγραψε το περίφημο και απολύτως αφιερωμένο “Diamonds and Rust”) βρίσκουμε και τους δύο να έχουν διαπιστώσει πως η βραχεία σχέση τους ήταν μάλλον καρμική κι ας μην κατάφεραν, τελικώς, να συμβιώσουν μακροπρόθεσμα: ο ένας ήταν το άλλο μισό του άλλου σε αναρίθμητα σημεία, και ο ένας επηρέασε τον άλλο βαθειά και ποικιλοτρόπως (συναισθηματικά, πνευματικά, επικοινωνιακά, κοινωνικά). Και οι δύο γνώρισαν και παντρεύτηκαν άλλους συντρόφους μέσα στην πενταετία μετά το μεταξύ τους χωρισμό. Και οι δύο χώρισαν (και ξανα-χώρισαν) κάποια χρόνια αργότερα.

Τα διδάγματα, πάντως, (φαίνεται πως) παρέμειναν αξιοσημείωτα (και εμφανή) και για τους δύο.
Η Baez δήλωσε, κάποια στιγμή, πως εάν σήμερα ξαναζούσε την εποχή με το Dylan από την αρχή, δε θα του ασκούσε σε καμία περίπτωση πίεση ώστε να υιοθετήσει την έντονα δική της πολιτικοποιημένη μουσική χροιά.
Ο Dylan, σε όλες τις μετέπειτα δημόσιες εκφράσεις του, χαρακτηρίζεται από μια μελαγχολική εσωστρέφεια κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με το κοινό του σε μια προσπάθεια να απεμπλακεί από το στόμφο του Αστέρα.

50 χρόνια μετά, η Baez, η υπερασπίστρια των αστικών δικαιωμάτων (αναφέρομαι στο θρυλικό κίνημα της Ουάσινγκτον του 1963), μένει μαζί με τη μητέρα της στο Woodside (μια μικρή κωμόπολη της California) σε ένα σπίτι το οποίο την κάνει να νιώθει πως βρίσκεται «κοντά στη φύση».
Ο δε Dylan, όταν δεν περιοδεύει την άσφαλτο και δεν αποκοιμάται σε λιθάρια, μένει στο εξωτικό (επίσης Καλιφορνέζικο) Malibu.

Και οι δύο (ίσως να) αντικρίζουν το πρωί την ίδια όψη του Ειρηνικού. Και για τους δύο (ίσως να) δύει η ημέρα με τον ήλιο να χάνεται στη θάλασσα.

Στο πέρασμα των ετών, πάντως, συναντήθηκαν αρκετές φορές μουσικά: ακόμα κι αν οι ίδιοι δε θα το επιθυμούσαν επί προσωπικού, πάντοτε τους ένωνε το (απαιτητικότατο και φιλοθεάμον) μουσικό κοινό.

Τολμώ, επίσης, να εικάσω ότι ο Bob και η Joan συναντώνται καθημερινά στις πλέον απόκρυφες γωνιές του μυαλού τους, με δεδομένο ότι ήδη δέκα χρόνια μετά το χωρισμό τους η δεύτερη «τόλμησε» να εκφραστεί ανοιχτά και χωρίς περιθώριο παρερμηνείας, υποστηρίζοντας εμπράκτως (το αυθαίρετο επιχείρημά μου) ότι ένα συναίσθημα το οποίο αντέχει κατ’ αυτό τον τρόπο για δέκα συναπτά έτη, δεν απειλείται κατά βάση από τον οδοστρωτήρα του χρόνου.

Όταν, δε, η Joan μίλησε, έκανε πολλές καρδιές να σιγήσουν. Και τη δική μου μαζί. Κι αν το ακούσεις, θα σιγήσεις κι εσύ: έστω για λίγο… 

Well I'll be damned - Here comes your ghost again!
But that's not unusual; it's just that the moon is full
And you happened to call…

And here I sit, hand on the telephone
Hearing a voice I'd known a couple of light years ago
Heading straight for a fall…

As I remember your eyes were bluer than robin's eggs
My poetry was lousy you said
- Where are you calling from? - A booth in the mid-west

Ten years ago I bought you some cufflinks
You brought me some things we both know what memories can bring:
They bring diamonds and rust

Well you burst on the scene already a legend
The unwashed phenomenon, the original vagabond
You strayed into my arms

And there you stayed, temporarily lost at sea,
The Madonna was yours for free:
Yes the girl on the half-shell would keep you unharmed 

Now I see you standing with brown leaves falling around
And snow in your hair
Now you're smiling out the window of that crummy hotel
Over Washington Square
Our breath comes out white clouds mingles and hangs in the air
Speaking strictly for me, we both could have died then and there

Now you're telling me
You're not nostalgic
Then give me another word for it
You who are so good with words
And at keeping things vague

Because I need some of that vagueness now
It's all come back too clearly
Yes I loved you dearly
And if you're offering me diamonds and rust
I've already paid 
© 1975 Chandos Music (ASCAP)