Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012 0 comments

Σύμβαση Αορίστου Χρόνου

Θα κάνω μαζί σου την εξής συμφωνία: κάθε φορά που θα μου δίνεις κάτι που θα θέλω, θα σου επιστρέφω κάτι που δε θα επιθυμείς. Τότε και μόνο τότε, και εγώ θα έχω ικανοποιήσει τη δίψα μου για αποδοχή, και εσύ δε θα έχεις παρεκκλίνει από τη μαζοχιστική σου συνήθεια να υποφέρεις.

Θα δομήσω, σήμερα κιόλας, τους όρους του συμφωνητικού μας: δε θα λερώσω, όμως, το φουστάνι μου με δαύτους. Σαν Αλ Μουχίζ του εικοστού πρώτου αιώνα, θα βουτήξω την παλαιολιθική μου πένα στο γαλαζωπό μελάνι της αεροβασίας, επικυρώνοντας ανάλαφρα τη σχιζοφρένεια.

Τι κι αν δε σου ζητώ όσα μου προσφέρεις. Τι κι αν στοιβάζεις στα πιο ψηλά ράφια του μυαλού σου όσα χρωματίζουν το «κάθε-μέρα» μου. Εδώ δε χωρούν συναισθηματισμοί. Πουθενά δε χωρούν συναισθηματισμοί: είναι Σύμβαση, σου λέω! 
Έ γ γ ρ α φ ο ν !

Τι κι αν δε διεκδικείς όσα επιθυμείς. Τι κι αν απλόχερα προτίθεσαι και διατίθεσαι, επιτυγχάνοντας, ωσάν Καρυάτις με υποκάμισο, να ψιθυρίζεις σωστές τις λέξεις σε λάθος αυτιά. Εδώ ομιλεί το σφαιρίδιο της λογικής. Τα πάντα επαφίενται στο λογικόν του πράγματος: είναι Σύμβαση, σου λέω! 
Έ γ γ ρ α φ ο ν !

Κι όσο στάζει το μελάνι περιμένοντας αχόρταγα τη στιγμή που θ’ αφήσει το στίγμα του στο Άγραφο , προβάλλεται μπροστά μου ολοζώντανο το Όραμα: Καλοταϊσμένη και Ολόχρυση Εγώ, σα σύγχρονο Βόδι των Σοδόμων, να παραπαίω μπροστά σε μια χιονοστιβάδα καλών προθέσεων, την ώρα που με βρίσκει ο Αρμαγεδδών.

Σε μια στιγμή παροξυσμού και με θολό το βλέμμα, πίνω το μελάνι (γλυκιά η γεύση της προδοσίας). Απεταξάμην τον αυτοπρόσωπο Κιοτή. Με οδηγό το Χρόνο, γεμάτη η πλάτη Μνήμες, Μάτια και Αυτιά ορθάνοιχτα, Καρδιά δοτική, βγαίνω στο Δρόμο.

Μη μου προτείνεις δοσίματα: πάρε ότι έχω να σου δώσω. Ο δρόμος πάντα θα είναι μακρύς, τα τακούνια πάντα θα στενεύουν, τα μαλλιά ολότρελα θα μπλέκονται με τον άνεμο. Πρέπει να σωπαίνουμε κι εμείς, όταν τόσα έχουμε να πούμε;

Εχθρός, να ξέρεις, δεν είναι η απώλεια. Εχθρός είναι η έλλειψη. Συναισθημάτων.
0 comments

Δύο

Η τύχη που σου στάθηκε στο δύσκολο δρόμο προς την πλήρωση, δεν ήταν μόνο τύχη: ήταν και επιμονή.

Κι η επιμονή με την οποία βάδισες τα δύσβατα σοκάκια της ανέχειας -τόσο του μέρους όσο και του όλου- δεν ήταν μόνο επιμονή: ήταν και προσπάθεια.

Η, δε, προσπάθεια που κατέβαλλες για να προσπεράσεις τα εμπόδια των άλλων (και του εαυτού σου, μην ξεχνάς), δεν ήταν μόνο προσπάθεια: ήταν και συνέπεια.

Όμως κι αυτή η συνέπεια που χαρακτήρισε κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση που πήρες, κι αυτή ακόμα (η άτιμη!) δεν ήρθε μόνη: ήρθε με τιμιότητα.

Τίμια, λοιπόν, κι εγώ, καθήμενη εδώ, κατάχαμα σε μια ακατέργαστη χαραμάδα του χρόνου, έξω πια απ’ το χορό των αδυνάτων και μπροστά στην προδοσία των ιδεών, διαπιστώνω πως η πλάση δρα, η πλάση ζει, η πλάση δημιουργεί… δυαδικά.

Κι όσο η σκέψη μου ισορροπεί -κάθε άλλο παρά επιτυχώς- ανάμεσα στις λέξεις και τις φοβίες μου, θα μοιραστώ απλόχερα μαζί σου τούτο:

Όση τύχη, επιμονή, προσπάθεια, συνέπεια ή τιμιότητα κι αν σε διακατέχει, δίχως την αγάπη -αυτή που δεν έδωσες από φόβο, κι αυτή που δεν έλαβες από συνήθεια- πάντα μισός θα νιώθεις…
Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012 0 comments

Σώτια Τσώτου

Με μια πρώτη ματιά, ίσως ένα (σχεδόν «ορφανό») όνομα να μη σου λέει και πολλά...

Σώτια… Τσώτου…

Κι όμως: υπήρξαν στιγμές που χάρη σε αυτή την Κυρία «ένιωσα», συναισθάνθηκα, έκλαψα, εκφράστηκα... κι έχουμε μοιραστεί τόσα πρωτόγνωρα συναισθήματα εγώ κι εκείνη. Τολμώ να εικάσω, δε, πως κάτι αντίστοιχο θα σου έχει συμβεί και εσένα, έστω σε μια στιγμή στη ζωή σου. Και εξηγούμαι (για να μην παρεξηγούμαι)…

Η Σώτια δεν ήταν φίλη μου. Δεν είναι καν παιδί της δεκαετίας του ’80. Δε μασουλούσε προκλητικά ροζ τσιχλόφουσκες, ούτε μεγάλωσε βλέποντας "Candy-Candy". Γεννήθηκε μπόλικα χρόνια πριν, το ’42, στη Λειβαδιά. Μολαταύτα, σε ηλικία 2 ετών, ήρθε (σύμφωνοι: την έφεραν) στην Αθήνα, όπου και τελείωσε το σχολείο στην Ελληνογαλλική Σχολή του Αγίου Ιωσήφ. (εξαιρετικό σχολείο, παρεμπιπτόντως!)

Η Σώτια δεν είναι Μηχανικός, ούτε είχε κλίση στη Γεωμετρία. Ήταν όμως ανήσυχο πνεύμα και εξαιρετικά πολυπράγμων. Ήδη από τον καιρό που σπούδαζε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο εργαζόταν έως δημοσιογράφος, ενώ παραλλήλως παρακολουθούσε (μεταξύ άλλων!) μαθήματα στη δραματική σχολή του Γιώργου Μιχαηλίδη. Δημοσιογράφος, πάντως, δεν της έμελλε να μείνει για πολύ: φρόντισε η Δικτατορία γι αυτό όταν «έκλεισε» (εν μία νυκτί) την εφημερίδα «Ελευθερία» όπου και εργαζόταν. Η κυρία Τσώτου αντίκρισε (μεταξύ άλλων) το χειρότερο πρόσωπο της Χούντας: φυλακίστηκε και βασανίστηκε ως πολιτικά αντιφρονούσα. Ίσως γι αυτό αργότερα προτίμησε την αφάνεια της ήσυχης οικογενειακής ζωής, αποφεύγοντας συστηματικά τη δημοσιότητα.

Στις 12 Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου, η Σώτια έφυγε από τη ζωή στα 69 της χρόνια: με βάση τα σύγχρονα δεδομένα δεν μπορείς να πεις ότι ήταν «πλήρης ημερών». Όποια χρονική στιγμή κι αν «έφευγε», όμως, δε θα την έκανε λιγότερο σημαντική και αξιομνημόνευτη για εμένα.

Γιατί η Σώτια έγραφε. Και με τα γραπτά της, κατάφερε να με στηρίξει σε κρίσιμες στιγμές κατά τις οποίες συνέθετα στο μυαλό μου στοιχεία του εαυτού μου. Είμαι, δε, πεπεισμένη πως, εφόσον αφεθείς και ακολουθήσεις το μουσικό μου χρονογράφημα, θα βρεις κι εσύ μια γωνίτσα συναισθηματικής ταύτισης μαζί της…

Η Σώτια, που λες, έγραψε το πρώτο της τραγούδι, το «Να ’τανε το ‘21», κατά την περίοδο της φυλάκισής της από τη Χούντα. Ήταν για εκείνη το εναρκτήριο σάλπισμα σε μια σπουδαία πορεία στο χώρο του πενταγράμμου.

«Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια στιγμή
Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ' αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη να 'πινα κρασί»

Η Σώτια… Χάρισε το στιχουργικό της πνεύμα στη μουσική του «Νέου Κύματος», μέσα από αισθαντικές φωνές της εποχής όπως η Ρένα Κουμιώτη και ο Μιχάλης Βιολάρης. Αγάπησε τους ανθρώπους και μίλησε για εκείνους. Τότε ήταν που μίλησε πρώτη φορά και στη «Στέλλα», την οποία συμβούλεψε πως…

«Είναι νωρίς για δάκρυα Στέλλα, παίξε τις κούκλες σου και γέλα
τρέξε στις λάσπες στ' ανηφόρια, είσαι πολύ μικρή γι' αγόρια
Ξέρεις παιχνίδια, ξέρεις τρέλες, Στέλλα με τις χρυσές κορδέλες
μα το παιχνίδι της αγάπης θα κάνεις χρόνια να το μάθεις»

Έμεινε πιστή μουσική συνοδοιπόρος του Κώστα Χατζή, εμπνεόμενη μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του. Εκεί, ο Χατζής μίλησε (με τις λέξεις της Σώτιας) και για το «Στρατή», ο οποίος…

«Τα νιάτα του έφαγε ο Στρατής στα ναυπηγεία ολημερίς
φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά να παν οι άλλοι μακριά
να ταξιδέψουνε τη γη οι τυχεροί, οι τυχεροί
[…]
Σαράντα χρόνια στη δουλειά, φτιάχνει καράβια σα πουλιά
κι αυτός καρφώθηκε εδώ, δέντρο παλιό, δέντρο ξερό,
να καμαρώνει τους αϊτούς, τους τυχερούς, τους τυχερούς»

Σχεδόν… «μοιραία», κι αφού η Μαρινέλλα συνεργάστηκε επί σειρά ετών με τον Κώστα Χατζή, η (πλέον) αγαπημένη μου ερμηνεύτρια χάρισε τη φωνή της σε μερικά από τα πιο αισθαντικά ερωτικά τραγούδια της Σώτιας (λόγου χάριν το «Κι Ύστερα», ή το «Για ‘σενανε μπορώ»). Εάν, βέβαια, τα προαναφερθέντα δε σου λένε και πολλά διότι προτιμάς να προσδίδεις αριθμητική υπόσταση στην έμπνευση και τη συνέπεια, να σου πω πως το «Ρεσιτάλ» (ο δίσκος «του Χατζή και της Μαρινέλλας» με στίχους της Τσώτου στα μισά από τα 49 τραγούδια του δίσκου) ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο σε αντίτυπα.


Στον παράδρομο των σπουδαίων στιχουργικών στιγμών της, η Σώτια συναντήθηκε (άθελά της, πιστεύω) και με την Επιστήμη, εμπνεόμενη το τραγούδι το οποίο έμελλε να συνδεθεί (ανεπισήμως μεν, αλλά μήπως τα ανεπίσημα δεν είναι και συχνότατα τα ωραιότερα;) με την επιστήμη της Τηλεπισκόπησης την οποία είχα την τιμή να υπηρετήσω, το «Απ’ το Αεροπλάνο»:

«Όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά, και συ την πήρες σοβαρά…
Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο, μοιάζει μ' ένα μικρούλι τόπι.
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε, από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι, που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις»

Η Σώτια… ήταν «παιδί της νύχτας»: δεν το άντεχε το πρωί. Έβρισκε την «ώρα τη δικιά της» όταν «οι κύριοι σφίγγονταν στα κασμίρια τους». Τότε θα ήταν που σιγόπιανε (κι εκείνη) το τραγούδι. Ίσως τέτοιο να ήταν και το βράδυ στο οποίο έγραψε το πιο αγαπημένο της τραγούδι.

Το ονομάτισε «Βραδιάζει» και το παρέδωσε ευλαβικά στα χέρια του Χρήστου Νικολόπουλου να το ντύσει (όχι με κασμίρια πια, αλλά) με μελωδίες. Ο τελευταίος, δε, το εμπιστεύτηκε στο Στέλιο Καζαντζίδη ο οποίος, ένα βράδυ, (στοιχηματίζω ότι θα) το χάρισε και σε εσένα…

«Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει
και τότε το τραγούδι σιγοπιάνω
Σαν μάνα το σκοτάδι μ' αγκαλιάζει
μια τέτοια ώρα θέλω να πεθάνω, βραδιάζει...


Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί
με τους κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους
Εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί με κείνους π' αγαπώ
με τους παράνομους και τους αδικημένους»

Η Σώτια Τσώτου, έως χθες (ίσως να) ήταν για εσένα ένα ακόμα όνομα στο χρονοντούλαπο. Τα συναισθήματα που μου έχει χαρίσει, όμως, βρίθουν εικόνων και εμπνεύσεων σε βαθμό που να μου είναι απολύτως αδύνατον να τα αγνοήσω ή να τα αποσιωπήσω.

Κι επειδή πιστεύω ακράδαντα πως καμία έμπνευση δε χωράει (και δεν αξίζει να μένει κλεισμένη) σε κανένα ντουλάπι, συρτάρι, κουτί ή ράφι,  της χρωστάω (και οφείλω να της αποδώσω) ένα (έστω μικρό) κομμάτι από την ευαισθησία μου…