Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013 0 comments

Περί Αλλαγής

Σε ένα απροσδόκητα εμφανές σημείο της Σχολής στην οποία φοιτώ, σε ένα χώρο ο οποίος αποτελεί μεσοδιάστημα του διαδρόμου και του απόπατου, βρίσκεται γραμμένο -με ανεξίτηλο μαρκαδόρο- ένα (μάλλον παράξενο, ή έστω παρεξηγήσιμο) μήνυμα:

«Είμαστε αυτό που κάνουμε για να Αλλάξουμε αυτό που είμαστε»

Με το πέρας των μηνών, κι αφού οι μεταπτυχιακές σπουδές προκάλεσαν (μεταξύ άλλων, και) τη φιλοσοφική διάθεσή των συμφοιτητών μου, το μήνυμα αυτό απέκτησε πλειάδα υποστηρικτών, και δη ένθερμων. Δε φταίει η άμοιρη η φοιτητιώσα νεολαία: το πνευματικό τυράκι ήταν εξαιρετικά μυρωδάτο και ήθελε μπόλικο σθένος για να του αντισταθείς.

Θες χάρη στο κεντρικό του νόημα; («η Αλλαγή, αχ, η Αλλαγή»). Θες επειδή βιώνουμε τα ετεροχρονισμένα απόνερα της πνευματικής μας Τουρκοκρατίας; Το αποτέλεσμα παραμένει, και οι θιασώτες ουκ ολίγοι. Και παρ’ ότι δεν εκκλήθην να τοποθετηθώ δημοσίως (ώστε να έχω, τουλάχιστον, μια δικαιολογία για τη –μονίμως– αιρετική μου διάθεση), δεν κατάφερα να συγκρατήσω το πνευματικό μου βαγονάκι από το να διατρέξει –για ακόμα μία φορά– επικίνδυνα τολμηρές ατραπούς.

Πώς, όμως, να συγκρατήσω κι εγώ την εγκεφαλική μου τρικυμία εμπρός σε μια τέτοια απροκάλυπτη νοηματική πρόκληση; Διότι, η δήλωση και μόνον είναι φρικτά ντετερμινιστική: φιλοδοξεί να εξηγήσει πλήρως, και σε δέκα μόλις αράδες, το «τι είμαστε» (όχι το «σε τι μοιάζουμε», ούτε το «πού βαδίζομεν», όχι… σε όλα!), δίχως περιθώρια ούτε για εξαιρέσεις, ούτε για παρερμηνείες. Δεν αφήνει καν ανοικτό το ενδεχόμενο λάθους: «ίσως να είμαστε…». Δεν ασκεί το δημοκρατικό της δικαίωμα σύμφωνα με το οποίο είναι πιο πολιτικά ορθό να αναφερθεί πως «κάποιοι από εμάς, είναι…». Είμαστε ότι η φράση λέει πως είμαστε, διότι ο γράφων έχει περισσό θράσος, και ο τοίχος τη δική του υστερία. Κι όποιος διαφωνεί, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Δεν αποκλείεται, δε, να λάβει μέσω ταχυμεταφοράς μια χύτρα ξεχειλίζουσα από εύφλεκτο αναρχικό χυλό.

Κι είναι κι ο Αντίλογος που κοχλάζει μέσα μου λες και πνίγεται στην πλειάδα των επιχειρημάτων του: δε μου επιτρέπει επ’ ουδενί να τον αγνοήσω. Διότι ο (καθ’ όλα σοβαρός και διόλου συνεπαρμένος) Αντίλογος δεν πιστεύει πως υφίσταται ανθρωπογενής αλλαγή ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής απόφασης, όσο στοχασμένη κι εάν αυτή τυγχάνει: τουλάχιστον όχι ως προς τα βαθύτερα ένστικτα του ατόμου, και σε καμία περίπτωση ειλημμένη ελαφρά τη καρδία. Και όταν εννοώ αλλαγή, δεν αναφέρομαι –προφανώς– στην αλλαγή μιας απλής συνήθειας όπως η οδική διαδρομή για το γραφείο ή (ακόμα και) ένας σύντροφος. Εννοώ τον πραγματικό, ειλικρινή, άνευ πισωγυρίσματος και εξαιρέσεων, βαθύ ψυχικό μετασχηματισμό: να σταματήσω να είμαι κάτι από όσα είμαι και να γίνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτό, ο Αντίλογός μου, δεν το αποδέχεται. Και μαζί του δεν το αποδέχομαι κι εγώ.

Γιατί, όμως, να μην αποδέχομαι την Αλλαγή; Μήπως μια τέτοια άποψη βασίζεται στην εγγενή μου τάση «να βλέπω το ποτήρι μισοάδειο»; Ή μήπως έχω απολέσει κάθε ελπίδα απέναντι στην ανθρώπινη φύση, αποκλείοντας (τα πασίγνωστα) περιθώρια αυτοβελτίωσης, είτε από προκατάληψη είτε από κακεντρέχεια εμπρός στην προσωπική μου αστοχία;

Δεν αντιλέγω: σίγουρα ένα από τα πιο βασικά μειονεκτήματά μου είναι η τάση μου να δραματοποιώ τις καταστάσεις, περιγράφοντάς τες με τα πλέον μελανά των χρωμάτων. Δεν έχω χάσει την ελπίδα μου στον άνθρωπο, όμως: απόδειξη ότι, καθώς μεγαλώνω, ασχολούμαι ολοένα και περισσότερο μαζί του – να τον καταλάβω, να επικοινωνήσω, να του εξηγήσω, να εκτεθώ σε διάφορα επίπεδα. Άρα, μάλλον αντιδρώ επειδή έχω αναπτύξει κάποιο επιχείρημα. Όπως και ο Αντίλογός μου, ο οποίος εάν είχε δικαίωμα ψήφου θα συμμεριζόταν το συλλογισμό μου.

Δεν υπάρχει, που λες, Αυτόβουλη Αλλαγή. Και υπογραμμίζω το Αυτόβουλη, διότι θεωρώ εξαιρετικά πιθανό το φαινόμενο (όχι απλώς του μετασχηματισμού, αλλά) της καταβαράθρωσης του αξιακού συστήματος (άρα και της ψυχοσύνθεσης) του ανθρώπου υπό συνθήκες εξωγενών πιέσεων ψυχολογικής φύσεως. Όπως για παράδειγμα το μακροχρόνιο εγκλεισμό, τη συμμετοχή σε ένα (αιματηρό ή μη) πολεμικό συμβάν, την απειλή της ζωής του ανθρώπου (ή των αγαπημένων του), το αίσθημα του απόλυτου αδιέξοδου κοκ. Τέτοιας δυναμικής εμπειρίες σε αλλάζουν δίχως να το επιθυμείς. Οδηγούν το μυαλό σου σε μονοπάτια δύσβατα χωρίς να το έχεις επιλέξει. Θα θεωρηθείς, δε, τυχερός εάν, κάποια στιγμή, καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις το μέγεθος της μεταστροφής την οποία έχεις βιώσει, πραγματοποιώντας τη σχετική σύγκριση.

Δε μιλώ, που λες, γι’ αυτή την Αλλαγή. Ούτε η φράση στην οποία αντιτίθεμαι υπονοεί αυτού του επιπέδου την Αλλαγή. Μιλώ για την Αλλαγή ως αποτέλεσμα λήψης απόφασης σε (σχετικά) κανονικές συνθήκες πίεσης (και θερμοκρασίας). Αυτή, λοιπόν, η Αλλαγή, για εμένα, δεν υπάρχει: αγγίζει τα όρια του Αστικού Μύθου, και ως προϊόν μυθοπλασίας επιβάλλεται να εκδιωχθεί από τη σφαίρα του επιστητού, κάνοντας χρήση ενός απλού παραδείγματος.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, διακατέχομαι από εξαιρετικού βεληνεκούς εγωιστικές τάσεις. Ως παιδί, δε μοιραζόμουν τα παιχνίδια μου. Ως έφηβη, δε δάνειζα τους κονδυλοφόρους μου. Ως ενήλικας, δε θα σε αφήσω να βγεις στην Κηφισίας από τον Παράδρομο του Ψυχικού (εκτός εάν οδηγείς Ασθενοφόρο ή Πυροσβεστικό Όχημα). Ως γνήσιο μοναχοπαίδι, μάλιστα, με διακρίνει μια εγωπάθεια τέτοιου μεγέθους, ώστε νιώθω πως όλες οι συζητήσεις με αφορούν.  Ως εκ τούτου, νιώθω άνετα διαμορφώνοντας (αυθαίρετες) απόψεις επί παντός επιστητού, γεγονός το οποίο καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τους άλλους να με πείσουν ότι (συχνότατα!) σφάλω. Εάν, δε, μου ζητήσεις κάποια προσωπική εκδούλευση, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι απώτερος σκοπός σου είναι να με εκμεταλλευτείς. (σσ. Όσο ξαναδιαβάζω αυτές τις γραμμές, συνειδητοποιώ ότι μάλλον είμαι ένας φρικτός άνθρωπος…!)

Κι όμως, όσο περνούν τα χρόνια, ο περίγυρός μου αντιλαμβάνεται ολοένα και σπανιότερα τέτοιου είδους συμπεριφορικές τάσεις από εμένα. «Με τα χρόνια αλλάζεις», μου λένε. «Με τον καιρό βελτιώνεσαι», σχολιάζουν. «Μπράβο που διορθώθηκες!», συμπληρώνουν οι πιο ενθουσιώδεις. Κι όμως, αγαπητέ Αναγνώστη, σε βεβαιώ: όπως ήμουν δέκα χρόνια πριν, όπως ήμουν είκοσι χρόνια πριν, έτσι ακριβώς είμαι και σήμερα που διανύω την τρίτη δεκαετία της ζωής μου. Το ίδιο εγωπαθής. Το ίδιο εριστική. Το ίδιο ψωροπερήφανη. Δεν έχει αλλάξει κάτι στη βάση της ψυχής μου αφού, μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που κάποιος φίλος μου ζητά να τον «πετάξω» κάπου με το αυτοκίνητο, μου αποδίδω τον (καθ’ όλα αργκό και συχνά παρεξηγήσιμο) τίτλο του «ταρίφα». Σε βεβαιώ, είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Κι όμως, κάτι δείχνει να έχει μεταστραφεί…

Αυτό που έγινε μέσα μου δεν ήταν Αλλαγή. Ήταν, μεν, Αυτόβουλη Ενέργεια, αλλά όχι Αλλαγή. Ήταν μια Ενέργεια, η ανάγκη για την πραγμάτωση της οποίας υπογραμμίστηκε (και υπογραμμιζόταν για χρόνια) από τον περίγυρό μου και ήρθε στο προσκήνιο σταδιακά:
  1. Η επανάληψη του μηνύματος από τους άλλους ανθρώπους («σταμάτα, επιτέλους, να νιώθεις ότι…» / «δεν καταλαβαίνεις πως…») εντυπώθηκε (με τα πολλά!) στο μυαλό μου ως ανάγκη για αξιολόγηση.
  2. Η αξιολόγηση οδήγησε στη συνειδητοποίηση («Κοίτα να δεις που όντως είμαι / κάνω / δείχνω έτσι»).
  3. Η συνειδητοποίηση έθεσε το ζήτημα της επαναξιολόγησης. Επαναξιολόγηση (για εμένα και για όσους με βοήθησαν να αποσαφηνίσω τον όρο) σημαίνει (στην πράξη) «Τσακώνομαι με τον εαυτό μου».
  4. Κι αφού, λοιπόν, «τσακωθείς αρκετά», έρχεται η ώρα να Αποφασίσεις αναφορικά με το εάν και το πώς θα Ενεργήσεις.
Η, δε, Ενέργεια, δε συνιστά Αλλαγή: όσο κι αν νομίζεις εαυτόν παντοδύναμο (και ενίοτε αρκετά άφθαρτο ώστε να κυκλοφορείς στην Πορεία δίχως πουλόβερ έχοντας στο κατόπι σου την Ελληνίδα-μάνα), σε βεβαιώ ότι, από μόνος σου, είσαι ανίσχυρος να επιφέρεις στον εαυτό σου την οποιαδήποτε βαθειά μεταβολή χάριν ενός στείρου αυτό-μαλώματος. Αυτό το οποίο μπορείς, όμως, να κάνεις είναι να προασπίσεις τα συμφέροντά σου. Ας βάλουμε, λοιπόν, μπροστά το λογικόν του πράγματος...

Πώς προασπίζει κάποιος τα συμφέροντά του;
Εξαρτάται από ποιον πλήττεται: από τον εαυτό του ή από κάποιον τρίτο;
  • Εάν πλήττεται από κάποιον τρίτο, καλό θα ήταν να τον αντιμετωπίσει (ή έστω να τον αποφύγει) ώστε να εξαλείψει την απειλή
  • Εάν, όμως, βάζει μόνος του τρικλοποδιές στον εαυτό του, οφείλει (στην ψυχική του υγεία) να ελέγξει την πηγή τους, η οποία δεν είναι άλλη από τα Ένστικτά του
Πώς, όμως, να ελέγξεις τέτοιου είδους Ένστικτα, ημιτελής και γήινος ως νιώθεις (και πιθανότατα είσαι); Ακούγεται πολύπλοκο κατ' αρχήν, όμως η κεντρική ιδέα είναι (μάλλον) απλή. Αξιολογείς τα θετικά και τα αρνητικά μιας κατάστασης, και ρωτάς τον εαυτό σου: Τι θα σου έκανε περισσότερο καλό, εν τέλει; Να περιορίσεις τις εγωιστικές σου ορμές, ή να αφήνεσαι διαρκώς έρμαιο των ακυβέρνητων συναισθημάτων σου;

Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, τα ερωτήματα αποδεικνύονται ρητορικά. Σε κάποιες άλλες, όμως, απαιτείται (σημαντική και συχνά αξιαίπενη) προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Προσπάθεια για Έλεγχο δε συνιστά πραγματική Αλλαγή. Μιλάμε πάντα για Αυτοέλεγχο, πχ: 
  • Για την προσπάθεια την οποία ξεκίνησα να κάνω κάποια (όχι πολλά) χρόνια πριν ώστε να μην ειρωνευτώ το φίλο ο οποίος χρειάζεται τον κονδυλοφόρο μου
  • Για τη διαρκή προσπάθεια την οποία καταβάλω ώστε να ακούω περισσότερο απ’ όσο μιλάω (δύσκολος έλεγχος αυτός, δυσκολότερα επιτυγχάνεται - τουλάχιστον στην περίπτωσή μου)
  • Για τον έλεγχο τον οποίο επιβάλλεται να εφαρμόσω εφεξής στις αυθόρμητες φραστικές αντιδράσεις μου, οι οποίες αποδεικνύονται εξαιρετικά (έως μίζερα) επιθετικές και καταστροφικά ψυχοφθόρες τόσο για εμένα όσο και για τους αγαπημένους μου
Δεν είναι λίγες οι στιγμές στις οποίες έχω αναφερθεί στο μηχανισμό αυτοβελτίωσης του ανθρώπου, ως όχημα για την πνευματική και ψυχική του υγεία. Σήμερα τείνω να αναθεωρήσω: ο άνθρωπος δεν έχει (ούτε είναι σε θέση να αναπτύξει) έναν τόσο φιλόδοξο μηχανισμό Αυτόβουλης Αλλαγής. Η μόνη του δυνατότητα ώστε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους της προσωπικής του αρένας είναι να αναπτύξει και να εξελίξει τις άμυνές του. Κι αυτές δεν είναι άλλες από τις προεκτάσεις του αυτοελέγχου του.

Ενός αυτοελέγχου εφαρμοζόμενου σε μια αρένα μέσα στα τείχη της οποίας έχω αποτύχει πολλάκις (και θα συνεχίσω να αποτυγχάνω) για χρόνια, αενάως χαρακτηρισμένη ως «φύση συναισθηματικά ακατέργαστη». Μια αρένα στην οποία θα κατεβάζω το σπαθί μου αδιαλείπτως, «μέχρι να χυθεί αίμα». Μια αρένα για την οποία θα σου μιλώ με τα γλαφυρότερα των χρωμάτων, έως ότου καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις κι εσύ ότι:

«Είμαστε αυτό που κάνουμε για να Ελέγξουμε αυτό που είμαστε»
Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013 0 comments

Alfajor

Σου στέλνω ολόχρυση
τη Γηραιά μου Δυστοκία,
μήπως γλυκάνεις μ’ Αλφαχόρ
τις ζώνες της Αυτονομίας σου.

Πώς να τη σώσω, πια, κι εγώ,
έτσι ταλαίπωρη που δέρνεται
- πότε σε τσέπες, πότε σ’ ερμάρια -
μήπως και τέξει μια σχισμή;

Κι είναι κι η λίστα Αναρχίας,
σε πάπυρο ελιάς σωτήριο.
Χάρη σ’ αυτόν έγινες μνεία:
έλαβες ύδωρ∙ απέθνησκες «Λέον».

Τι κι αν σε θαύμασα ευλαβικά,
θωρώντας τους κατάματα.
Στην καύση του δένδρου της σοφίας,
ανέγγιχτη θα μείνει η ρίζα του κακού.
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013 2 comments

Hearthstone

Εστία!
Η θεότητα της οικογενειακής ζωής. Η προστάτιδα των «μη εν δήμω». Η διαφυλάξασα του άρτου ημών του επιούσιου. Η ισοβίως παρθένα. Αυτή που δεν κατοίκησε τον Όλυμπο παρά για λίγο, προτού να τύχει βίαιου διωγμού από το Διόνυσο: πού μυαλό για ζεστές σούπες στο τσουκάλι όταν ρέει άφθονος ο -ευφραίνων καρδίαν- οίνος...

Ετυμολογικά, που λες, ο όρος «Εστία» περιλαμβάνει τόσο τον οίκο, όσο και τους κατοίκους του: ένα συνονθύλευμα από τούβλα και πνοές συνθέτουν στην ψυχή του ανθρώπου αυτό που ο καθείς αντιλαμβάνεται ως «το σπίτι του»...
  • Κάποιοι εστιάζουν στα τούβλα: σπίτι είναι τα ανάκλιντρα, το feng shui, οι μουσελίνες, η ζεστή μεριά του κρεβατιού, το τζάκι...
  • Άλλοι πάλι -πιο ρομαντικοί αυτοί- διαβλέπουν στιγμές διανθισμένες με χαμόγελα, αφουγκράζονται ήχων, μεθούν από μυρωδιές, συγχύζονται με ανθρώπους, διασκεδάζουν μαζί τους, διδάσκουν και παιδεύονται, εκνευρίζουν και ταράζονται, αγαπούν, ξεχνούν, απολαμβάνουν...
  • Κάποιοι «Τρίτοι», δεν έχουν να μνημονεύσουν τίποτε από τα παραπάνω: γι’ αυτούς σπίτι δεν είναι παρά μία στεγνή γωνία καλυμμένη από σακούλες, μια ζεστή μερίδα από τα χέρια ενός τυχαίου εθελοντή σ’ ένα Resto du Cœur, σαν ήρωες μιας σπάνιας σκοτεινής σκηνής σε φαρσοκωμωδία του Coluche.
Όλοι, πάντως, υποστηρίζουν τη σημαντικότητα της έννοιας αυτής, έκαστος με τον τρόπο του:
  • Κάποιες (λεύτερες;) ψυχές, προσμένουν διακαώς τη στιγμή οπότε και θα εγκολπωθούν (σωματικά και ψυχικά) στην «Εστίας τους» μετά την πίεση της ημέρας.
  • Κάποιες (σαράβαλες;) καρδιές, έφτασαν τη χάρη τους έως τις όχθες του ποταμού Ύφαση στην απέλπιδα προσπάθειά τους να πείσουν εαυτόν πως «όπου Γης και Πατρίς».
  • Όσο για εκείνες τις... «Τρίτες» ψυχές (αυτές οι οποίες καταλήγουν πάντα τελευταίες στο νου και τη συνείδηση του κόσμου – χωρίς κεφαλαίο Κ ο τελευταίος, μικρός σήμερα όσο ποτέ), δεν επιθυμούν παρά λίγη σταθερότητα: τη διατήρηση της ασφάλειας της γωνιάς τους (άντε κι ένα ζευγάρι ζεστές κάλτσες – τα παπούτσια θεωρούνται πολύτιμα στον κόσμο των Αστέγων).
Πρόσφατα, και καθώς με βασάνιζε η (υπό αίρεση) προσωπική μου διάσταση ως προς την έννοια της «Εστίας», βίωσα την απέραντη δυστυχία την οποία επιφέρει σε μία (πιθανότατα υπερευαίσθητη) ψυχοσύνθεση η διαπίστωση ότι υπολείπεται συνειδήσεως «Κλασικής Παιδείας».

Και δεν τοποθετώ το ζήτημα στο γνωστικό του επίπεδο: να είμαι, δηλαδή, σε θέση να εκφέρω μια ολοκληρωμένη άποψη στο πλαίσιο κάποιας υψηλού επιπέδου συζητήσεως περί των Αρχαίων (ή άλλων) Φιλοσόφων, ως μέλος μιας συνεστιάσεως αποτελούμενης από φαντασμένους («τύπου») διανοούμενους.
Πηγή της ψυχικής μου εντροπίας ήταν η συνειδητοποίηση ότι, κατά τα ευαίσθητα αναπτυξιακά μου χρόνια -στο πλαίσιο των οποίων επέλεξα να επενδύσω την ανερχόμενη «σοφία μου» (τρομάρα της!) στις Φυσικές Επιστήμες- αποστερήθηκα «κλασικών» πνευματικών και συναισθηματικών εμπνεύσεων, οι οποίες θα ενίσχυαν με μοναδικά αναντικατάστατο τρόπο την ενήλικη ψυχοσύνθεσή μου.

Ίσως, λέω ίσως…
εάν είχα εντρυφήσει περισσότερο στο «Περί Ψυχής» και λιγότερο στους «Μετασχηματισμούς Συχνότητας», να μου είχαν χρειαστεί λιγότερες από τρεις δεκαετίες ώστε να υποβαθμίσω την αιφνίδια έμπνευση της σάρκας, αφήνοντας χώρο στην ήρεμη δύναμη του πνεύματος.
εάν είχα απορροφήσει ψυχικά -έφηβη κι άμυαλα ρομαντική, ως ήμουν- το δίδαγμα του Γύγη, να είχα αφήσει νωρίτερα ανοιχτό το ενδεχόμενο ώστε ο άνθρωπος να είναι (και) φύσει κακός, άρα και ικανός για εξίσου ειδεχθείς πράξεις.
εάν είχα ακούσει για το Bowlby (και τη θεωρία του περί προσκολλήσεως και λοιπών αναπαραστάσεων), να είχα αναγνωρίσει εγκαίρως το γεγονός ότι εξελίχθηκα συναισθηματικά κάτω από το υπερπροστατευτικό φτερό της (αναμάρτητης) μητρός μου, και να μην αντιμετώπιζα δυσχέρειες ως προς την πραγμάτωση των βημάτων θέσπισης του προσωπικού μου προσανατολισμού.
είχα συνομιλήσει με δυο-τρεις Εργάτες από μια οικοδομή, να είχα διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν πως, δε μένει χώρος για τις πομπώδεις αράδες του Μαρξ καθώς προσπαθείς να στοκάρεις στο διάκενο μεταξύ της πέμπτης και της έκτης σκαλωσιάς, άρα και να μην επέλεγα να αποτελέσω ενσυνείδητο αγωγό του καπιταλιστικού σοκ. (ως άλλος ένας «ηλίθιος»!)

Από την άλλη, βέβαια, εάν όντως είχα αποκτήσει την πολυπόθητη «Κλασική Παιδεία» μεγαλώνοντας, αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο ώστε πολλά από τα παραπάνω ζητήματα να είχαν πραγματωθεί λαμβάνοντας τελείως διαφορετική υπόσταση στο νου μου από την προαναφερθείσα, και να τα θεωρούσα σήμερα ήσσονος σημασίας (ή έστω «συνήθη»), εφόσον οι επιμέρους προβληματισμοί θα ανέκυπταν και θα απομυθοποιούνταν σταδιακά και στο χρόνο τους.

Πιθανότατα δε, η όλη ιδέα της «έλλειψης Κλασσικής Παιδείας» να αποκτά σήμερα στο μυαλό μου υπέρτατη σημαντικότητα διότι, στο πλαίσιο της (σκανδαλωδώς πρόσφατης) συνειδητοποίησής μου, διογκώνω εξαιρετικά το φαινόμενο, αυθυποβαλλόμενη συνειδητά (και ανελέητα) στο Σισύφειο Μαρτύριο της εκτυφλωτικής προβολής των νέων μου προσδοκιών προς τη γωνιά του παρελθόντος μου, σε μια ύστατη προσπάθεια να μεταθέσω «στα αζήτητα» τυχόν τωρινές (ή μελλοντικές) ευθύνες μου.
Όμως, μια και η εν λόγω ευθύνη, όπου κι αν τη μεταθέσω, δείχνει να επιμένει μέσα στο μυαλό μου (ζωντανή και επίκαιρη όσο ποτέ), θεωρώ πως δεν της αξίζει να σφραγιστεί στο χρονοντούλαπο, όπως δε μου αξίζει να υποφέρω, επιλέγοντας να μείνω αυτοβούλως άπραγη.

Τι κι αν...
...χρειάστηκε να αγγίξω εμπράκτως (και όχι με τη σκέψη) τη διαπίστωση πως «μάλλον μεγάλωσα» ώστε να αρχίσει να με προβληματίζει συνειδητά η έννοια της συντροφικότητας;
...κοιτώ ακόμη, βουβή ακροάτρια, με άκρατο θαυμασμό όσους μνημονεύουν λέξεις Σοφών, σπουδαία Κλασικά έργα και φιλοσοφικές ρήσεις;
...νιώθω αργοπορημένα φωτισμένη μπροστά στη φύση των ανθρώπων και την ισοπίθανη ικανότητά τους για το καλύτερο και το χειρότερο;
...εντρυφώ τώρα -με απόλυτη καθυστέρηση- σε κάθε έναν από τους τριάντα-επτά διαφορετικούς τρόπους να σε ξεγελάσει με τις λέξεις και τη συλλογιστική του ένας πεπειραμένος σοφιστής;

Τελικώς, κι επειδή η «Θετική μου Παιδεία» (την οποία κατάφωρα αδίκησα) μου έμαθε να συνάγω συντόμως και άμεσα (και όχι μακρηγορώντας και εμμέσως), προσδίδοντας στις έννοιες την πρακτική τους υπόσταση, καταλήγω στην εξής (εμπνευστική, θεωρώ) σκέψη:
Ποτέ δεν είναι (ούτε πρέπει να θεωρείται) αργά ώστε να εκκινήσει ο μηχανισμός αυτό-βελτίωσής σου – ο μόνος μηχανισμός ο οποίος σου προσφέρει ειλικρινώς (και άνευ όρων) τη συγχώρεσή του όπως ο Πατήρ, αγκαλιάζοντάς σε ζεστά και ισότιμα ότι χρώματος Πρόβατο κι εάν είσαι, προσφέροντάς σου κατάλυμα όταν το χρειάζεσαι και χώρο όταν τον ζητήσεις.

Λέγοντας αυτά, μία και μόνη ευχή ας συνοδεύσει τη Νέα μου Χρονιά:
Να καταφέρω να αποδεχτώ το γεγονός ότι είμαι από τους ανθρώπους οι οποίοι ταξιδεύουν την ψυχή τους με μόνη αποσκευή την προσωπική τους αντίληψη γύρω από το «τι είναι Εστία».
Κι ακόμα, αν μείνει χρόνος, θέλω να μάθω να καλοδέχομαι (και να μην ταλαιπωρώ πια) τους αξιέπαινα υπομονετικούς ανθρώπους οι οποίοι (επί σειρά ετών και πέρα από τις εποχές), με έχουν αποδεχθεί ως έχω: άκρως ημιτελή και εξαιρετικά φιλοπερίεργη.

Ελπίζω ότι θα τα καταφέρω...
Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013 0 comments

Ενέχυρο

Κραίνουμε στον ίδιο ουρανό:
εγώ να φτιάχνω σήματα καπνού,
κι εσύ να στέλνεις σήματα του Μορς.

Πλέουμε στα ίδια κανάλια:
εγώ τραβώ αδιάκοπα κουπί,
κι εσύ ακίνητος, στη βάση του κοντρόλ.

Μυρίζουμε τον ίδιο αγέρα:
εγώ τα γιασεμιά και τα κυκλάμινα,
κι εσύ τη ζαλισμένη αιθαλομίχλη.

Βιώνουμε διακαώς τους ίδιους πόθους:
εγώ αρματωμένη στο αντάρτικο,
κι εσύ στα χαρακώματα του νου σου.

Χαζεύουμε τους ίδιους τοίχους:
εγώ τα πλουμιστά κεντήματα της φαντασίας,
κι εσύ την πόλωση των όσων δε νουνίζουν.

Μα είμαστε κι οι δυο αστοί και μας νομίζουν ίδιους.
Σε ποια γωνιά ν’ αφήσω ενέχυρο την χλαίνη μου,
να μη χρεώνομαι ολημερίς ανθρώπους σαν εσένα;