Πέμπτη 18 Απριλίου 2013 0 comments

Να σου πω μια Ιστορία… δανεική;

Όπως κάποια στιγμή περιέγραψαν (σεμνά) οι αδελφοί Κατσιμίχα, «ζούμε τις μικρές μας ιστορίες στο Κέντρο και τις συνοικίες». Κι είναι αυτή η συντομότατη (εντέχνως ασήμαντη) λεπτομέρεια στις παρυφές της στιχουργικής αδείας του δημιουργού, η οποία προκαλεί τη σκέψη μου ακατάπαυστα. Σχεδόν με αναγκάζει -ολοένα και συχνότερα, μάλιστα- να σκέφτομαι  πως, όσο μικρές ή μεγάλες κι αν είναι οι ιστορίες μας, θα τις αδικούσαμε κατάφορα εάν πιστεύαμε πως αποτελούν μία ακόμα καταχώρηση στη λίστα εμπειριών μας.

Κατ’ εμέ, η σπουδαιότερη κληρονομιά των ιστοριών αυτών, είναι το γεγονός ότι μας παρέχουν απλόχερα χώρο και χρόνο για να εξελιχθούμε μέσα από αυτές. Και το επιτυγχάνουν μ’ έναν τρόπο τόσο αέρινο, που δεν είναι λίγες οι φορές που –τόσο απλά– μας χειραγωγούν γλυκά στα δύσβατα (και άκρως επικίνδυνα) μονοπάτια των εντυπώσεών τους.

Οι ιστορίες της ζωής μας, όσο σημαντικές ή ασήμαντες κι αν μοιάζουν στα μάτια μας, συχνά φαντάζουν ότι έχουν τη δική τους προσωπικότητα. Είναι σα μικρές ψυχές μέσα στο πνεύμα μας. Γίνονται κτήμα μας. Γινόμαστε έρμαιά τους. Τις μνημονεύουμε στις εγκεφαλικές μας περιπλανήσεις. Μας μνημονεύουν για χάρη τους οι άνθρωποι της ζωής μας. Είναι τα κατοικίδια στο χρονοντούλαπό μας. Είμαστε οι πρίγκιπες στο παραμύθι τους. Κι όλ’ αυτά συμβαίνουν αυθόρμητα, κι ενόσω προσπαθούμε να επιλέξουμε τον τρόπο (ή το μέσο) με τον οποίο αρεσκόμαστε κάθε φορά να τις ζούμε.

Διότι δεν είναι όλες μας οι ιστορίες ιδιόκτητες. Ούτε καταλαμβάνουμε οι ίδιοι το πρώτο πλάνο μονίμως: πόσο εγωκεντρικός θα ήταν ο κόσμος μας σε μια τέτοια περίπτωση, και πόσο πολύπαθος ο «αιώνιος πρωταγωνιστής»…

Κάποιες φορές γινόμαστε αυτοπρόσωποι κοινωνοί των ιστοριών μας. Άλλες, πάλι, φορές δε μένουμε παρά απλοί θεατές. Σε ορισμένες ιστορίες εντρυφούμε επώνυμα. Σε άλλες, πάλι, προτιμούμε το δανεικό προκάλυμμα ενός πέπλου ανωνυμίας, από την αγωνία της έμπρακτης συμμετοχής στην εμπειρία. Τέτοιες είναι και οι ιστορίες τις οποίες πεθύμησα να επικαλεστώ. Ιστορίες που μου χαρίστηκαν με την ιδιότητα του θεατή, επιτρέποντάς μου να τις απολαύσω με το προνόμιο του εξωτερικού παρατηρητή, και χάρη στην αμετροεπή ασφάλεια της Μεγάλης Οθόνης.

Ιστορίες δανεικές. Σενάρια δογματικά. Απεικονίσεις περίπλοκες. Σκηνές παθιασμένες. Περιστάσεις ασυνήθιστης πλοκής, ή καθημερινής εντάσεως. Παθήματα παιδευτικά. Παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγήν. Εμπειρίες τις οποίες δε θα μπορούσα να συλλέξω κατ’ ιδίαν, δεδομένων των επιλογών με τις οποίες διάγω το βίο μου. Εικόνες στιγμιαίες. Η Έβδομη Τέχνη: η τέχνη της οπτικοποίησης της καταγραφής της κίνησης. Η Τέχνη, δηλαδή, η οποία γεννά οπτικοακουστικές απομιμήσεις του βίου των άλλων. Μια εμπειρία η οποία σε καλεί να συνεισφέρεις προσωρινά τα μάτια και τ’ αυτιά σου στην πραγματικότητά της. Μια εκφραστική διάσταση η οποία έχει τη δυναμική να παραμένει τέχνη, κολπώνοντας ταυτοχρόνως ευαισθησία και βία, αισθησιασμό και παραδόσεις, διαμάντια και απορρίμματα.


Στο πλαίσιο αυτής της εμπειρίας, δεν ήταν λίγες οι ιστορίες οι οποίες κατάφεραν να βρουν ανταπόκριση στον υποκειμενισμό μου. Ορισμένες σκηνές βρήκαν αιώνιο καταφύγιο στη μνήμη μου, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Μέσα σε μια συνολική επισκόπηση των προσωπικών μου προτιμήσεων ήταν που διαπίστωσα δια στόματος άλλων πως οι ιστορίες οι οποίες με ελκύουν χαρακτηρίζονται από το φιλοθεάμον κοινό ως «βαριές».

Χωρίς να υποτιμώ καθόλου το κιλό ως μονάδα μέτρησης, μετά από λίγη παραπάνω σκέψη, κατέληξα ότι η εν λόγω φράση μου προκαλεί έντονη αποστροφή. Υπογραμμίζει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την πραγματιστική διάσταση την οποία αρέσκομαι να δίνω, σχεδόν ντετερμινιστικά, ακόμα και στις πιο αέρινες προεκτάσεις των προτιμήσεών μου.

Με προκαλεί, επίσης, να επαναξιολογήσω τη θέση των ιστοριών αυτών στη ζωή μου. Με κάνει να θέλω να απαλλαγώ από όλες ανεξαιρέτως τις μονάδες μέτρησης και να εστιάσω στην ουσία των πραγμάτων: λίγη χαρά, πολλή χαρά, ελαφριά ιστορία, βαριά ιστορία, μπόλικη θλίψη, ελάχιστη θλίψη. Πέρα από τους αναλογικούς υποτίτλους και στην προέκταση των σκηνοθετικών υποσημειώσεων, η ζωή, εν τέλει –τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι– δε μοιάζει να είναι παρά μια διαρκής μίξη στιγμών χαράς και θλίψης, στην οποία παρεμβάλλεται η διδακτική της αναμονής με έντονο το στοιχείο της τυχαιότητας ως προς τα επιμέρους μεγέθη.


Όσο για τις ιστορίες μας, απελευθερωμένη από την κανονιστική μου τάση να προσδίδω περίπλοκους ορισμούς σε απλά πράγματα, εφεξής λέω να κρατήσω τούτο: όσο εκείνες επιδεικνύουν επιδέξια την αξία τους μέσα από τη σεναριακή τους πλοκή, εμείς –μικροί και επίπεδοι ως είμαστε– συχνά αρεσκόμαστε στο να αναζητούμε επιβεβαίωση αναλώνοντας το βλέμμα μας στους τίτλους τέλους..