Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Όλα συνέβησαν χθες βράδυ...

Όλα συνέβησαν χθες βράδυ...

 Μια σύντομη ύπαρξη κουκουλωμένη ανάμεσα στις αναμνήσεις του παρελθόντος και τις απαιτήσεις του παρόντος, χωρίς μέλλον, αναζητούσα ζεστασιά ικανή να αντιμετωπίσει τον πυρετό της μοναξιάς μου. Έψαχνα θέρμη στους ανθρώπους που με τριγυρίζουν, στους ανθρώπους που απλά περιφέρονται στον περιβάλλοντα χώρο, στους ανθρώπους που θα ήθελαν να περιφέρονται αλλά τους έχω αποκλείσει και σε όσους δεν επιθυμώ πλέον να νιώθω την ύπαρξή τους κοντά μου. Έτσι, ανάμεσα στη λίστα των ονομάτων, των αστείων περιγραφών και των αναμνήσεων έκανα μια σπουδαία ανακάλυψη: υπήρχε ένα όνομα που δεν τριγύριζε, που δεν περιβαλλόταν, που δεν είχε αποκλειστεί – ένα όνομα υπήρχε.

Ζαλισμένη από τον πυρετό, αποκαμωμένη από το βήχα και απογοητευμένη από τη θεραπευτική δύναμη των οιονδήποτε υγρών και στερεών φαρμάκων του εμπορίου, βούτηξα λαίμαργα το χέρι μου στο σακούλι των αναμνήσεων για να μάθω κι άλλα πράγματα γι’ αυτό το μυστηριώδες όνομα το οποίο είχε καταφέρει – παρά τις αντιξοότητες και το ατίθασο του χαρακτήρα μου – να παραμείνει μέσα μου και στην πρώτη διαθέσιμη στιγμή απόλυτης αδυναμίας μου να θριαμβεύσει πανηγυρικά.

Τότε ήταν που θυμήθηκα τα γεγονότα εκείνα του Μαρτίου. Όταν η Ελπίδα Μαρού – δηλαδή εγώ – αντίκρισε για πρώτη φορά τις πύλες της μεγάλης εταιρίας – αδιάφορων λοιπών στοιχείων – στην οποία μόλις είχε προσληφθεί. Ο χώρος μου φάνηκε χαοτικά μεγάλος, οι άνθρωποι τρομακτικά απρόσιτοι και ο δρόμος για να ενσωματωθώ σε αυτό που αποκαλούν εργασιακό περιβάλλον απρόθυμα δύσβατος. Είχα οπλιστεί όμως με πίστη και με την πεποίθηση ότι ακόμη κι εάν δεν αλλάξω τον εργασιακό μου κόσμο, ακόμη κι αν χρειαστεί να τους ανέχομαι για πολλά χρόνια ακριβώς όπως ήταν τότε, θα αλλάξω σίγουρα την υπόστασή μου σε κάτι περισσότερο ευέλικτο που να μου αφήνει περιθώρια εξέλιξης: να γίνω κάτι, να είμαι κάτι, να σταματήσω να νιώθω ένα τίποτα. Όμως αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που θα σας την πω μια άλλη στιγμή. Τώρα ας προσηλωθώ στο ζαλισμένο θριαμβευτή των ονείρων μου...

Το Μάρτιο λοιπόν, τελείωναν με αργά και σταθερά βήματα οι κρύες ημέρες του χειμώνα που τόσο μας είχε ταλαιπωρήσει κι αφού οι δεν είχαμε πια τίποτε άλλο ταλαίπωρο να αντιμετωπίσουμε, αποφασίστηκε άνωθεν πως η Ελπίδα Μαρού οφείλει να παρακολουθήσει μια σειρά επιμορφωτικών σεμιναρίων ώστε να αφομοιώσει ταχύτερα τα βασικά στοιχεία της θέσεως στην οποία τοποθετήθηκε. Έτσι κι έγινε και το γλυκό παραμυθάκι που με περιορισμένη νοσταλγία σας διηγούμαι την οδήγησε στο κτήριο εκπαίδευσης της μεγάλης εταιρίας: ένα ολοκαίνουριο εικαστικό κακούργημα στη μέση του πουθενά, με απρόσιτα ταβάνια και χαμηλές θερμοκρασίες, ικανό να σε κάνει να νιώθεις όσο πιο μικρός γίνεται απέναντι στο «μεγαλείο» της επιφανειακής γνώσης που σου προσφερόταν μέσα του. Ως γνήσια εκπρόσωπος της μερίδας της ανθρωπότητας που δύσκολα ικανοποιείται, το αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή.

Σε αυτό το κομβικό σημείο της ιστορίας είναι που εισάγονται διάφορα νέα ονόματα εκ των οποίων περιέργως αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι ούτε ένα – και δε νιώθω καμία τύψη γι’ αυτό – εκτός από ένα.

Ο Χριστόφορος Μενεγάτος μπήκε στη ζωή μου μία από εκείνες τις ημέρες του Μαρτίου στο κτήριο της εκπαίδευσης και με τον πιο στραβό τρόπο λειτούργησε σαν καταλύτης στη θέλησή μου να ενταχθώ στο επαγγελματικό στερέωμα: οι τρεις μέρες που χρειάστηκα έως ότου ξεκινήσω να τον παρατηρώ ήταν ήδη αρκετές για να σιχαθώ τόσο την εν λόγω εργασία, όσο και τους ανθρώπους μέσα σε αυτή και να νιώσω ηθικά και συναισθηματικά καταπιεσμένη και χωρίς θέληση να αντιμετωπίσω τις μελλοντικές επαγγελματικές ευθύνες μου όποιες κι αν ήταν αυτές.

Ο Χριστόφορος από την άλλη είχε συνειδητοποιηθεί από νωρίς και είχε γρήγορα προδιαγράψει την επαγγελματική του σταδιοδρομία μέσα από την εξέλιξη της μεγάλης εταιρίας. Είχε καταστρώσει τα σχέδιά του στον προσωπικό του χάρτη πλοήγησης και ήταν ευτυχής που το πρώτο σκαλοπάτι στον άμβωνα της προσωπικής του δικαίωσης είχε κατακτηθεί πανηγυρικά: είχε προσληφθεί. Διάβαζε πανικόβλητος, επιδείκνυε απόλυτη προσήλωση στις παραδόσεις («παραδόσεις» κατ’ εμέ) των μαθημάτων και αντιμετώπιζε με απάθεια τις μικροπρέπειες της υπόλοιπης τάξης.

Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό του ήταν που με έκανε να συνασπίσω ενδόμυχα τον εαυτό μου μαζί του: κι εγώ ήμουν απαθέστατα αδιάφορη να γνωρίσω αυτό το τσίρκο ηλιθίων που μαζί με εμένα είχε προσληφθεί «να στελεχώσει το λαμπρό μέλλον της εταιρίας» όχι όμως επειδή ήθελα να αφοσιωθώ στη γνώση αλλά επειδή επιθυμούσα να διανοίξω μια τεραστίων διαστάσεων τρύπα στο πάτωμα του κτηρίου εκπαίδευσης και να τους τοποθετήσω μέσα χωρίς σχοινί αναρρίχησης για να καταλάβουν πως τη ζωή την καταλαβαίνεις μόνο μέσα από τα «μυστικά του βάλτου» και όχι από επιφανειακές συγκρίσεις τυπικών προσόντων...

Όπως θα έπρεπε να έχει καταστεί αναμενόμενο από τα προηγούμενα, ο Χριστόφορος αγνοούσε καλά-καλά και την ίδια την ύπαρξή μου: βουτηγμένος στις σημειώσεις και στις αναλύσεις των θεμάτων που ανέπτυσσαν κάθε φορά οι (ο Θεός να τους κάνει) γκουρού των εταιρικών γνώσεων, αδιαφορούσε πλήρως για την εκάστοτε μνησίκακη και μάλλον ψηλομύτα νέα συνάδελφο που ασχολείται περισσότερο με τις προσωπικές τις ανασφάλειες παρά με τα επαγγελματικά δρώμενα.

Η τελευταία, εν τω μεταξύ, υπό την επίδραση του καταλύτη, είχε αρχίσει να στρέφεται με αργά και σταθερά βήματα προς τον επαγγελματικό πρωταθλητισμό: να ξεπεράσει τους συναισθηματικούς και ηθικούς σκοπέλους που εμπόδιζαν τη θέλησή της να εξελιχθεί και να προσπεράσει τους «συναδέλφους – ανταγωνιστές» στην τελική ευθεία των αποτελεσμάτων του άτυπου διαγωνισμού «ποια είναι η πιο όμορφη του βασιλείου» (όπως θα τον τιτλοφορούσαν οι γυναίκες) ή «ποιος την έχει μεγαλύτερη» (όπως θα τον αποκαλούσαν ψυχρά οι άνδρες).

Μέσα από το σχετικό διάβασμα και την πίεση για επιτυχία, μην αφήνοντας στιγμή το παράδειγμα του Χριστόφορου από το μυαλό μου, καθόλου δεν εντυπωσιάστηκα από το βάθος των γνώσεων που απαιτούνται για να ενταχθείς και να λειτουργήσεις στο συγκεκριμένο επαγγελματικό στερέωμα. Οι διαπιστώσεις μου, δε, στάθηκαν στα εξής δύο σημεία: οφείλεις να δείχνεις πως γνωρίζεις (και μετά να τρέξεις πανικόβλητος να μάθεις όσα περισσότερα γίνεται γι’ αυτό που συνειδητοποίησες πως τελικά δε γνωρίζεις) και πως το καλύτερο μέσο επιβίωσης στον επαγγελματικό στίβο είναι το να είσαι επικοινωνιακός (κοινώς οι δημόσιες σχέσεις).

Στις δάφνες αυτών των κοσμοσωτήριων διαπιστώσεών μου στήριξα το σύνολο των επόμενων εργασιακών μου κινήσεων και έως τώρα έχω επιτύχει τα εξής «σημαντικά» πράγματα: έχω μετατραπεί σε πλάσμα εξαρτημένο από κάθε μορφής σεμινάριο, νέο βιβλίο, εσωτερική ανακοίνωση σχετικά με την εργασία μου – τα ρουφώ σαν λυσσασμένη – έχω μετατραπεί στη «σταθερή επικοινωνιακή αξία του γραφείου» (λόγιος όρος για να αντικαταστήσω την ακριβή προσφώνηση της διευθύντριάς μου – βλέπε «σκυλί»), μου ανατίθενται διαρκώς νέα ζητήματα προς επίλυση (ο συνολικός αριθμός τους ξεπερνά πλέον τις δυνατότητες επίλυσης εντός του εικοσιτετραώρου μίας ή και παραπάνω ημερών), εργάζομαι πέραν του δέοντος και σε βαθμό κακουργήματος (φυσικά χωρίς αντίστοιχες απολαβές) και ελπίζω ηλιθιωδώς πως τον επόμενο Μάρτιο θα συμβεί το εξαιρετικό: να ανανεώσω αυτή την ανυπέρβλητη εργασιακή μου εμπειρία έπ’ αόριστον.

Γυρνώντας πλευρό σε αυτό το μάλλον μη δόκιμο παραμύθι το οποίο σιγά-σιγά μεταστρέφεται σε έκθεση ιδεών – άλλωστε, όλα μια ιδέα είναι – συνειδητοποιώ το μέγεθος της δυστυχίας μου εκείνες τις ημέρες από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο οπότε και ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση: το σεμινάριο τελείωσε, αποχαιρέτησα με ανακούφιση τα τρωκτικά με τα οποία παρακολουθήσαμε αυτό τον εκπαιδευτικό κύκλο, επέστρεψα απρόθυμα μα με νέους ορίζοντες στη θέση που μου ανετέθη και έχασα «για πάντα» το Χριστόφορο.

Μετά από ένα μήνα αυτολύπησης στη διάρκεια του οποίου έριχνα το βάρος της σκέψης και του ωραρίου μου στη δουλειά, κατέληξα πως θα με βοηθούσε εάν συζητούσα το θέμα με κάποιον τρίτο. Κατέληξα να συνομιλώ με αγνώστους σε ηλεκτρονικά σημεία συνάντησης «για το μεγάλο ζήτημα το οποίο αγνοεί την ύπαρξή μου». Στους φίλους μου δεν τολμούσα να το αναφέρω αρχικά, καθώς είχα παρεμπιπτόντως και μια αδιάφορη σχέση, την οποία στωικά ανεχόμουν κοντά δύο χρόνια: ένα τέλεια δομημένο χάσιμο χρόνου, επιφανειακά εξαιρετικό αλλά ουσιαστικά χωρίς λόγο ύπαρξης από την πρώτη κιόλας μέρα δημιουργίας του. Αργότερα που το ανέφερα στις φίλες μου – εξαιρετικά καλυμμένα και μάλλον ξέπνοα – εισέπραξα την άποψη πως δεν αξίζει καθόλου να ασχολούμαι με ανθρώπους οι οποίοι έχουν κατά κάποιο τρόπο θεοποιήσει την εργασία. Έτσι κι εγώ χρησιμοποίησα εκ νέου αυτή την κοσμοσωτήρια συμβουλή και έπεσα ακόμα περισσότερο με τα μούτρα στη δουλειά. Πιστεύω πως από αυτό το σημείο και μετά ο αναγνώστης έχει πλήρως αντιληφθεί τη φύση και τον ορισμό του «κοσμοσωτήριου» και πόσο με έχει βοηθήσει η χρήση αντίστοιχου βεληνεκούς συμβουλών. Τέλος πάντων...

Με κόπο και κούραση έγινα «άνθρωπος της δουλειάς». Με λίγο παραπάνω κόπο και λίγη παραπάνω κούραση έγινα η ίδια η δουλειά. Πόση μοναξιά, πόση απόγνωση, πόση ατέρμονη και χωρίς αποτέλεσμα αναζήτηση μιας ζεστής αγκαλιάς στην οποία να γυρνώ μετά την κόλαση του γραφείου. Σκεπτόμενη κάθε βράδυ τα ίδια και τα ίδια, ένα πρωί αποφάσισα απέλπιδα να μοιραστώ τη νέα μου ζωή με το μόνο άνθρωπο που πίστευα πως θα με καταλάβαινε, παρ’ ότι είχε και στατιστικά αποδειχθεί (από εμένα και την ομάδα των «έμπειρων» αναλυτών μου) πως δεν ενδιαφερόταν και ιδιαίτερα: το Χριστόφορο.

Του τηλεφώνησα με πρόσχημα πως θέλω τη βοήθειά του για ένα ζήτημα της δουλειάς. Ανταποκρίθηκε μάλλον απρόθυμα και με έκανε σύντομα να καταλάβω πως εάν επιζητώ να βοηθηθώ με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει πρώτα να βοηθήσω. Έτσι και έκανα: οτιδήποτε μάθαινα μέσα στη δουλειά που πίστευα ότι οφείλει να το γνωρίζει και ο Χριστόφορος του το κοινοποιούσα. Σύντομα αυτή η σχέση «ανταλλαγής» κυοφόρησε χιλιάδες μικρές αφορμές επικοινωνίας: «λίγη βοήθεια στη δουλειά ανταλλάσσεται με λίγη ελπίδα ότι δε θα βρεθώ στο φρενοκομείο» σκεφτόμουν. Ακόμα κι έτσι, η ζωή έμοιαζε να καλυτερεύει. Η ανάγκη να βρεθώ στη δουλειά, να αποκτήσω νέα γνώση και να τη μεταδώσω στο Χριστόφορο έκανε κάθε μέρα που περνούσε ασύγκριτα πιο φωτεινή από την προηγούμενη. Κι η ζωή συνεχιζόταν με αυτό τον παράδοξο τρόπο για κάμποσους μήνες ακόμα...

Μοιραία και καθόλου άξαφνα, όπως μοιραία συμβαίνουν διάφορα πράγματα στη ζωή των απλών ανθρώπων, κάθε άνθρωπος που με περιέβαλλε άρχισε να συγκρίνεται ενδόμυχα με το Χριστόφορο σε κάθε επίπεδο: της επαγγελματικής συνειδητοποίησης, της υπευθυνότητας, της στοχοθέτησης, της ανάγκης για υπεροχή. Και όλοι περιέργως και μυστηριωδώς έχαναν στη σύγκριση. Παράλληλα, ο φύλακας – άγγελος του Χριστόφορου (δηλαδή εγώ) βυθιζόταν στην απόγνωση: μήπως είχα δημιουργήσει από μόνη μου το θύμα ενός τέλειου επαγγελματία ο οποίος απλά με χρησιμοποιούσε για να ανέλθει επαγγελματικά; Η σκέψη και μόνο μου προκαλούσε πανικό. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω ποια είμαι και τι κάνω εδώ, πρώτα με τον εαυτό μου και μετά με εκείνον – άλλωστε εγώ ήμουν ο δημιουργός αυτής της παράδοξης φάρσας κι εγώ τον είχα τοποθετήσει σε αυτή την άχαρη θέση.

Έτσι τον συνάντησα. Ομολογώ πως χρειάστηκε χρόνος και κόπος για να καταφέρω να τον δω εκτός εργασίας με τρόπο που να μη φανεί πως του ζητάω να βγούμε. Άλλωστε κι εκείνος μου κατέστησε σαφές με το μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνος μπορούσε πως ήταν ένα απλό επαγγελματικό δείπνο. Ένα δείπνο κατά τη διάρκεια του οποίου χάζευε τα χείλη μου όταν μιλούσα, χάιδευε τα ακροδάχτυλά μου με τη ματιά του όταν εγώ υποθετικά ήμουν αφηρημένη και φρόντισε να με κρατά διαρκώς σε σταθερή (και όχι κυμαινόμενη) απόσταση ασφαλείας για παν ενδεχόμενο. Τότε ήταν που έκανα την κοσμοσωτήρια διαπίστωση: το παιχνίδι που παίζεται μπροστά στα μάτια μου δεν ήταν παιχνίδι εγωισμού ή ανάγκης για επαγγελματική καταξίωση – ήταν παιχνίδι άμυνας.

Ο Χριστόφορος με είχε προσέξει. Με πρόσεχε μάλιστα πολύ καιρό τώρα. Αρκετό για να του λείπει η φωνή μου όταν δεν του τηλεφωνώ στο γραφείο για κάμποσες ώρες (τόσες όσες συνήθως μου χρειάζονται για να δημιουργήσω την τέλεια δικαιολογία πριν τον καλέσω εγώ), αρκετό για να βρει κι εκείνος πάτημα να μου τηλεφωνεί εκτός γραφείου πια, να ανταλλάζουμε τις εμπειρίες μας από το ημερολόγιο ενός σκληρά εργαζόμενου σκύλου (εννοώ...χμ...υπαλλήλου), αρκετό για να προσπαθεί έμμεσα να μάθει πράγματα για μένα εκτός γραφείου: εάν για παράδειγμα είμαι με κάποιον ίσως; Σωστά...το είχαμε ξεχάσει αυτό!

Με μια απότομη κίνηση ματ (και όχι κίνηση πανικού) διαλύω την – έτσι κι αλλιώς χαμένη – (ο θεός να την κάνει) σχέση: δεν είχε νόημα να είμαι με κάποιον εάν δε μοιάζει έστω και λίγο με το Χριστόφορο. Το σημαντικότερο όλων όμως ήταν πως είχε πάψει να με ενδιαφέρει το να είμαι με αυτόν καθ’ εαυτόν το Χριστόφορο. Είχα βρει όμως ένα σημείο αναφοράς: είχα σταματήσει να επιλέγω στην τύχη. Πλέον ήξερα τι ψάχνω να βρω! Ένας άνθρωπος, όσο καλός ή κακός, εγωιστής ή αλτρουιστής, ντροπαλός ή υποκριτής κι αν ήταν, με είχε βοηθήσει να ισορροπήσω, να στοχοθετήσω και να μάθω να επιλέγω. Αυτό και μόνο ήταν μια προσωπική επιτυχία. Όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να ακολουθήσουν και κοσμοσωτήριος στόχος είχε γίνει για ακόμα μια φορά η δουλειά.

Συνεπαρμένη από την νεωτεριστική άποψη πως αναζητώ κάποιον που να μοιάζει στο Χριστόφορο, οδηγήθηκα στην ολοκληρωτική εικόνα πως αποκλείεται αυτός ο κάποιος να είναι όντως ο Χριστόφορος. Ο τελευταίος, δε, πραγματοποιούσε τα τηλεφωνήματά του συχνότερα, αποζητούσε με τον τρόπο του να με συναντήσει ξανά κι εγώ αντιμετώπιζα το ζήτημα μάλλον αδιάφορα, με την απόλυτη πεποίθηση πως η μάχη έχει χαθεί...

Χθες το βράδυ, λοιπόν, συνέβη αυτό το ιδιαίτερα διασκεδαστικό συμβάν στο οποίο ήθελα να καταλήξω: κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, αυτή τη ζεστή αν και χειμωνιάτικη νύχτα θυμήθηκα την παραπάνω ιστορία σχεδόν υπνωτισμένη από την επήρεια των φαρμάκων και αποζήτησα το Χριστόφορο τόσο έντονα που σχεδόν ένιωθα σα βάλσαμο την παλάμη του να μου χαϊδεύει το πρόσωπο εξατμίζοντας τον πυρετό μου. Ψιθύρισα το όνομά του κάμποσες φορές εναγκαλίζοντας το μαξιλάρι μου σα γάτα που παίζει με το αγαπημένο της κουβάρι, μουρμουρίζοντας λέξεις γεμάτες πάθος και έρωτα σε μια παθιασμένη φαντασίωση υπό τη σκιά ενός ονόματος.

Απ’ το αντικρινό δωμάτιο, η κόρη μου, ακούγοντάς με, πλησίασε την πόρτα μου και κρυφάκουγε λαίμαργα το μυστικό παραλήρημά μου. Αφού είχα συμβιβαστεί πλέον με την απουσία του Χριστόφορου και είχα σταματήσει να μιλώ, μπήκε στο δωμάτιο κοιτώντας με σαστισμένη. Φορούσε στο πρόσωπο τα τεράστια πράσινα μάτια του με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

Σχεδόν χαμογελούσε στην όψη μου: ήμουν κάτωχρη από τη γρίπη, σαν το Φάντασμα των Περασμένων Χριστουγέννων. Με ρώτησε με ένα μυστήριο μειδίαμα εάν είμαι καλά κι εγώ της απάντησα μάλλον σαστισμένα πως εάν εξαιρέσουμε τον πυρετό, την καταρροή, τον πόνο στις αρθρώσεις και τη φαρυγγίτιδα χαίρω άκρας υγείας και ευεξίας. Χασκογελώντας διαρκώς, με ρώτησε εάν θέλω να πάρουμε τηλέφωνο τον πατέρα της: το μυστικό μου είχε προδοθεί! Το μικρό τερατάκι μου είχε ακούσει το παραλήρημά μου.

Μέσα σε αυτή τη σουρεαλιστική στιγμή, μια από τις χιλιάδες που ζει μια καθημερινή οικογένεια, το κλειδί της εξώπορτας άνοιξε και στην πόρτα του δωματίου μου πλησίασε μια γνώριμη γλυκιά φωνή. Σαστισμένος από την εικόνα του κοριτσιού να γελάει ασταμάτητα, ο Χριστόφορος μας κοιτούσε και τις δύο απορημένος...

- Μήπως συνέβη κάτι που πρέπει να μάθω;

Κι όλα αυτά μοιάζουν σα να συνέβησαν εχθές...

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου