Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ως τότε, λοιπόν…

Δευτερόλεπτα προτού η ψηφιακή μου πέννα αγγίξει το πάλλευκο ηλεκτρονικό χαρτί, το μυαλό μου κατακλύζεται από βόμβους σκέψεων. Πριν συναντηθώ με την πρώτη μου λέξη, νιώθω εκτεθειμένη σε έναν υποβόσκοντα πανικό∙ αδύναμη∙ σχεδόν ανίκανη ν’ ανταποκριθώ στο κάλεσμα της έκφρασης. Λες και γράφω για πρώτη μου φορά: ανοίγω διάπλατα τα μάτια περιμένοντας να με εμβολίσει η έμπνευση, σε μια αδηφάγα πνευματική συνουσία με τον εαυτό μου…

Κι είναι κι οι σκέψεις μου βαριές, σα να τις συγκρατούν αόρατες πλην ατσαλένιες κλωστές∙ η κατακραυγή ενός αόρατου μελλοντικού αναγνώστη∙ το βάρος μιας καλοδουλεμένης γνώμης∙ το θράσος μου να συμπιέζεται κάθε που βυθίζομαι στα στεγανά της σκέψης μου∙ οι ανασφάλειες να μου κατακλύζουν τα ρουθούνια. Πνίγομαι στην έκσταση, μα κρατώ το βήμα. Και όταν η ανάσα μου κοπεί, όταν το μυαλό μοιάζει να μην οξυγονώνεται πια, ξέρω πως ήρθε η κρίσιμη ώρα να πατήσω το πλήκτρο για πρώτη φορά: το πρώτο μου γράμμα – το πρώτο μου βήμα προς την εξιλέωση!

Κάθε φορά που διαπερνώ το κατώφλι της εκφραστικότητας, στρέφω το βλέμμα προς τα πίσω. Θες από ένστικτο, θες από συνήθεια, κάνω απολογισμό κι αυτοκριτική μαζί, ενόσω θωρώ το σκοτεινό δωμάτιο με απορία κι αγανάκτηση. Ποιά είναι, τάχα, αυτή η σκιά που άφησα πίσω μου βγαίνοντας; Μοιάζει με άγαλμα έτσι βουβά καθισμένη έμπροσθεν της οθόνης. Πόσο ξένη μου φαίνεται καθώς κοιτάζει το κενό με τα χέρια ανάπηρα! Πόσο υποταγμένη στην αποχαύνωσή της! Εάν μπορούσα να τη συναντήσω, εάν η δική της εξαΰλωση δε σήμαινε τη δική μου αυτόματη πραγμάτωση, θα της το έλεγα κατάμουτρα. Θα μάζευα τις ανάσες μου, θα γούρλωνα τα μάτια και θα της ούρλιαζα κατά πρόσωπον: Ευτυχώς που μπορείς και πεθαίνεις πού και πού, για να βιώνω το θαύμα της ύπαρξης…

Από την άλλη σκέπτομαι πως, ακόμα κι αν μου δινόταν μια τόσο εξώκοσμη ευκαιρία, ίσως να μην το αποτολμούσα τελικώς. Όσο κι αν της κακιώνω που εξουσιάζει την ύπαρξή μου, όσο κι αν με συγχύζει η οκνηρία της, κατά βάση τη συμπονώ∙ σχεδόν τη λυπάμαι. Είναι, βέβαια, μεγάλη ατυχία να σου λάχει για μάνα ένα πλάσμα τόσο αδύναμο ώστε να σε ωθεί να γεννηθείς μονάχος σου∙ είναι εξοργιστικό , μέχρι και άδικο. Κάποιοι, όμως, λένε ότι έτσι γίνεται η αξία σου επίκτητη∙ αναμφισβήτητη∙ αδιαπραγμάτευτη. Κουραφέξαλα. Εμένα μου αρκεί που βιώνω γνήσια και χωρίς διακοπές τις ελάχιστες στιγμές που έπονται της ηρωικής απελευθέρωσής μου!

Ελευθερία: έννοια απολύτως εφήμερη∙ λαμβάνεται ως δεδομένη επί της αρχής και επί ματαίω. Ένα δροσερό αεράκι που πότε στο φυσάν έξωθεν, πότε το γεννάς μονάχος. Μα πιο συχνά που σου παραπέφτει σχεδόν επίτηδες, ίσα που να σε κάνει να φέρνεις γύρα τα παραγώνια τρελαμένος. Ακόμα κι όταν στη δίνουν, φυλακισμένος νιώθεις: θα πάρει χρόνο για να δεις πως οι ελευθερίες φορούν πολλά καπέλα κι οι άνθρωποι δικές τους μάσκες – πού να χωρέσουν σε μια σκούνα τόσοι τρανοί καπεταναίοι; Έτσι κι εγώ, ενσυνείδητα, όταν σκολάσει η ώρα, παίρνω το δρόμο της επιστροφής στο βουβό και υγρό κελί μου.

Ο γυρισμός στην κέρινη μονοτονία της σιωπής δε συνοδεύεται από τούμπανα. Ούτε με περιμένει τίποτε στο αιώνιο κελί μου∙ ποτέ κερί∙ μηδέ κρεβάτι. Εκεί που λένε ότι μου πρέπει, εκεί κι εγώ κρεμιέμαι απ’ τα μαλλιά. Σα να’μουνα στολή∙ σα να’μουνα φουστάνι. Θα περιμένω την επόμενη φορά που θα μου ανοίξουν τη ντουλάπα για να βαδίσω προς το φως. Ένα βήμα τη φορά: να φύγει ο σκόρος, ν’ αεριστεί η ψυχή. Ως τότε, λοιπόν…

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου