Κυριακή 25 Μαρτίου 2012 0 comments

Ωδή στο Μαράκι

Εάν υπάρχει Θεός, ένα είναι το βέβαιον: αντιμετωπίζει ισότιμα τον κλέφτη και το νοικοκύρη. Δεν κάνει διακρίσεις. Κι αν κάποιες φορές νιώθουμε πως η ζυγαριά κλίνει προς μία εκ των δύο πλευρών, ο οδοστρωτήρας του χρόνου φροντίζει να επανέλθει (αργά ή γρήγορα) η ισορροπία. Κι όλα αυτά δεν τα διατείνομαι εγώ: εγώ δεν είμαι παρά το μέσο έκφρασης του μυαλού και της καρδιάς μου, άλλες φορές ολόχρυσος φοίνικας κι άλλες θαμπή σκιά πάνω από ένα πληκτρολόγιο. Τα παραπάνω τα υποστηρίζει ο Λαός, η ρήση και η σοφία του οποίου αναδεικνύονται και αποδεικνύονται καθημερινώς και ανυπερθέτως! Ας πάρουμε, όμως, τα δεδομένα από την αρχή…

Το Μαράκι είναι η καλύτερή μου φίλη.
Τόση είναι η ευγνωμοσύνη που της οφείλω, ώστε δε μπορώ παρά να ευχηθώ σε όποιο έμβιο ον περπατήσει στη Γη να βρεθεί μπροστά σε ένα Μαράκι. Το Μαράκι με λύτρωσε από την αβεβαιότητα (ένα από τα πλέον επικίνδυνα και διαστροφικά συναισθήματα του ανθρώπου), μου έδωσε απαντήσεις ακριβώς τη στιγμή όπου τις χρειαζόμουν, κράτησε νοερά το χέρι μου, δείχνοντάς μου την έξοδο από την (προσωπική μου) κρίση (also known as: έλλειψη κρίσης). Δικαίως, λοιπόν, της απένειμα την ανωτέρω διάκριση.

Το Μαράκι είναι ένα ευαίσθητο πλάσμα.
Ακούει με υπομονή τους συνομιλητές της, καθώς οι τελευταίοι της εξιστορούν τους προβληματισμούς τους, επενδύει πραγματικό (και όχι «γιαλαντζή») χρόνο στην κατανόηση των ανθρώπων και –οπλισμένη με υπομονή, επιμονή και αποφασιστικότητα– είναι το λιμάνι στο οποίο προσαράζουν τα πλοία-δορυφόροι της ζωής της. Το Μαράκι ανησυχεί που αργείς να γυρίσεις τα βράδια. Το Μαράκι νοιάζεται για τα προβλήματά σου. Το Μαράκι αγαπάει και δίνεται. Τολμώ να εικάσω ότι, εάν το Μαράκι ήταν κάτι λιγότερο από όλα αυτά μαζί, πιθανόν να μην άξιζε τη σημερινή μνεία.

Το Μαράκι είναι όμορφο.
Ή ίσως και να μην προσέχει τον εαυτό της τόσο ώστε να ξεχωρίζει. Της αρέσουν τα σκισμένα τζιν και τα φθαρμένα αθλητικά παπούτσια. Κυκλοφορεί με γόβες και αέρινα φορέματα. Έχει τα μαλλιά της ξανθά, πιασμένα σε μια ανάλαφρη σινιόν, ή κατακόκκινα, τελείως ελεύθερα να αγκαλιάζουν το λαιμό χαϊδεύοντας τους ώμους. Το Μαράκι κυκλοφορεί συνήθως με τη συγκοινωνία. Χρησιμοποιεί σε καθημερινή βάση το αυτοκίνητο. Δεν ξέρει να παρκάρει. Προσπερνάει πάντοτε από τα δεξιά. Τη συνεπαίρνουν τα υψηλά κυβικά. Φοβάται τις μοτοσυκλέτες. Αγαπάει τα κουταβάκια. Συμπαθεί τις γάτες. Λατρεύει τη μελιτζανοσαλάτα. Σιχαίνεται τις μπάμιες. Μένει στο Περιστέρι. Βγαίνει στο Κεφαλάρι. Συχνάζει στην Παραλιακή. Το Μαράκι είναι τόσο πολυδιάστατο που κι εγώ, καμιά φορά, αναρωτιέμαι: πόσες γυναίκες πρέπει να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο ώστε να σχηματίσουν ένα και μόνο Μαράκι;

Γλυκό μου Μαράκι…
Πόσο θα ήθελα να σε είχα ήδη συναντήσει μια ηλιόλουστη ημέρα, να οδηγούσαμε τη μηχανή ως την παραλία, να πίναμε έναν καφέ, να μιλούσαμε σα δυο γνώριμες από τα παλιά, να γελούσαμε και να συμβουλεύαμε η μία την άλλη. Είναι απορίας άξιον πώς δεν έχουμε συναντηθεί, τη στιγμή που μοιραζόμαστε τόσα πολλά και (θεωρώ) σημαντικά: κοινά όνειρα, ίδιες ανάγκες, παρόμοιες επιλογές (σχεδόν ταυτόσημες σε ορισμένα ζητήματα), αντιστοίχων απαιτήσεων προσδοκίες από το σύντροφό μας.

Αχ Μαράκι
Πόσο, πραγματικά, άδικος και καιροσκόπος ο κόσμος στον οποίο ζεις και αγαπάς: τολμώ να εικάσω πως η πλειοψηφία των ανθρώπων τους οποίους συναναστρέφεσαι παίζουν με σημαδεμένες τράπουλες σε ένα παιχνίδι στο οποίο συμμετέχεις εν αγνοία σου. Όπως, εν αγνοία μου, ένα (γλυκερό) καλοκαιριάτικο βράδυ, παραλίγο να λάβω μέρος κι εγώ: σε μια χαμογελαστή μασκαράτα μεγάλου βεληνεκούς, υψηλών προδιαγραφών και πλειάδας υποσχέσεων.

Ίσως και να ήμουν ακόμα δέσμια, να βολοδέρνομαι στο μεσοδιάστημα της σιγουριάς από την εγγενή μου αβεβαιότητα, εάν δεν ερχόταν το (μαγικό) εκείνο βράδυ στο οποίο φρόντισες να αντικρύσω τη γύμνια του δόλιου παιχνιδιού των ανασφαλώς ασήμαντων ανδρών. Εκείνο το βράδυ, Μαράκι μου, απέκτησες και μια νέα σπουδαία φίλη: Εμένα.
Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012 0 comments

3ποντο

Τρέφω τεράστιο σεβασμό για τους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να προσφέρουν καθοριστικά τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους στο πλαίσιο μιας ομάδας. Ίσως επειδή δεν εντρύφησα παιδιόθεν στο άκρως διεγερτικό συναίσθημα του να ανήκω σε μία ομάδα. Ίσως διότι από μικρή δε συμμετείχα σε ομαδικά αθλήματα. Ίσως γι’ αυτό να προτιμούσα πάντοτε το ποδήλατο (και τα συγγενή με αυτό αθλήματα): εγώ και οι ρόδες μου, στον αγώνα για την κατάκτηση των δρόμων της γειτονιάς…

Οι παραπάνω αιτίες θα μπορούσαν να αποτελούν επαρκείς λόγους για τους οποίους δεν έχω καταφέρει έως τώρα να μου απονεμηθεί η διάκριση της MVP: πιθανόν να αποδείχθηκα καθοριστική παίκτρια σε κάμποσες από τις ομάδες στις οποίες κατά καιρούς συμμετείχα, όμως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω ως την πολυτιμότερη. Παρ’ ότι δεν έχω, εν γένει, περιορίσει τις ομαδικές δυνατότητές μου σε κάποιο συγκεκριμένο ρόλο, αποδίδοντας εξίσου καλά τόσο στο low όσο και στο high post, ελάχιστες είναι οι φορές κατά τις οποίες ένιωσα (ή απήλαυσα τις επευφημίες ενός) all star.

Το αίτιο γι αυτή τη διαρκή αστοχία μου στο πλαίσιο μιας ομάδος σίγουρα δεν έχει να κάνει με το επίπεδο της καταβληθείσας προσπάθειας: πάντα προσηλωνόμουν all the way στο παιχνίδι, όχι με διάθεση εγωιστικής αυτοπροβολής, αλλά βασιζόμενη στην εγγενή μου απέχθεια για οποιαδήποτε μορφή ήττας – προσωπικής ή ομαδικής. Ακόμα κι αν η ομάδα μου κάθε άλλο παρά dream ήταν, ακόμα κι όταν οι επιμέρους αδυναμίες των μελών αποτελούσαν ξεκάθαρους ανασταλτικούς παράγοντες για την επίτευξη του τελικού μας σκοπού, πάντα επένδυα χρόνο στο σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας assist: ενός τρόπου ώστε να ενισχύσω το συμπαίκτη μου ώστε να κάνει αυτό το οποίο απαιτείται για τη νίκη της ομάδας μας. Άλλωστε, κάποιος πρέπει να φροντίζει να περνάει, τουλάχιστον, η σκυτάλη. Κι αυτός ο «κάποιος» φορούσε συνήθως το δικό μου νούμερο στη φανέλα...

Σίγουρα έζησα στιγμές κατά τις οποίες χρειάστηκε να κάνω περισσότερα για την ομάδα μου από μία καλή pass. Συχνά ήταν αναγκαίο να στήσω κάποιου είδους zone press ώστε να εξοικονομηθεί χρόνος για να συσταθεί η άμυνα στο post. Άλλες φορές η ομάδα μου είχε ανάγκη από έναν αποτελεσματικό guard, άλλες φορές έπρεπε να επιτευχθεί το drive. Κάποιος έπρεπε να διεκδικήσει το rebound μετά τα (τόσα!) air ball (μα κανείς να μην πηγαίνει;) Πάντα έβγαινα μπροστά κι ας μην είχα ποτέ «δυνατό» shoot.

Αναμφισβήτητα υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες ένιωσα προδομένη από την ομάδα μου. Σε κρίσιμα σημεία απουσίαζε το double teaming. Συχνά, από αδράνεια, οι συμπαίκτες μου επέτρεπαν στους αντιπάλους να μας πάρουν τη base line. Σπανίως είδα μία από τις ομάδες στις οποίες συμμετείχα να επιδίδεται σε ένα σωστά στημένο man to man. Τις περισσότερες φορές, ένιωθα η άμυνα να μη βγαίνει λόγω mismatch κι ας υπήρχαν οι κατάλληλοι παίκτες ανά ρόλο στο roster. Σε εργασίες οι οποίες απαιτούσαν προσοχή και συντονισμό από όλα τα μέλη, οι περισσότεροι επιδίδονταν σε run and gun. Μια φορά να έβλεπα ένα σωστό screen… ίσως φταίω εγώ που είμαι εξαιρετικά λεπτολόγος και ιδιαιτέρως απαιτητική (πρωτίστως από τον εαυτό μου, βέβαια, και δευτερευόντως από τους άλλους)… ίσως να φταίνε οι συμπαίκτες μου επειδή δεν είναι αρκετά λεπτολόγοι ούτε αντιστοίχως απαιτητικοί από τον εαυτό τους…

Όλοι οι παραπάνω λόγοι, συνέβαλαν στην αδυναμία μου να ξεχωρίσω ως «το αγαπημένο παιδί» μιας ομάδας. Έμεινα «στην ιστορία» περισσότερο για το δυναμικό μου over play και για τις φωνές καθ’ όλη τη διάρκεια των time outs. Ως εκ τούτου, έχω καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: πιθανότατα να μου ταίριαζε περισσότερο μια θέση στον πάγκο. Δίπλα στον κύριο Zelimir τον αντιπαθητικό ή ως alter ego του Stan του ενοχλητικού, με όψη σαν του κακομούτσουνου κυρίου Popovich.

Μπορεί στα (σχεδόν) τριάντα μου χρόνια στο παιχνίδι να απέτυχα παταγωδώς στο dribbling. Ίσως, όμως, (ίσως!) να τα κατάφερνα καλύτερα με μια οδοντογλυφίδα στο στόμακι ας μη με λένε Zvi...