Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2005 0 comments

Οι χειμώνες στο Κάρλοβυ Βάρυ

Τα μηχανήματα βούιζαν σαν τρελά, κάνοντας το κεφάλι της να πονάει. Εκατομμύρια ηλεκτρονικοί ψίθυροι ανά δευτερόλεπτο την περιέβαλαν, μέχρι που δεν άντεχε πια. Απηυδισμένη βγήκε έξω από το δωμάτιο και ήπιε μια γουλιά νερό από το μπουκάλι που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Με τα δάχτυλά της χάιδεψε απαλά το μέτωπό της, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα ότι σύντομα θα έπρεπε να επιστρέψει στο σωρό από τα μηχανήματα που στοιβάζονταν στο δωματιάκι. Κι όμως έπρεπε να το κάνει...

Η Ίρμα αναλογίστηκε πόσες φορές στη ζωή της αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αναλωθεί σε πράγματα που της προκαλούσαν πόνο, φόβο ή απέχθεια. Θυμήθηκε πως όταν ήταν παιδί-ένα κοντόσωμο καχεκτικό και μονίμως χλωμό κορίτσι-αρρώσταινε συχνά με τα πρώτα κρύα του χειμώνα. Η μητέρα της της μαγείρευε πάντοτε μια συνταγή που-μάλλον αυθαίρετα-ονόμαζε σούπα κοτόπουλο: υφάλμυρο παρασκεύασμα με περισσό νερό, κομμάτια λάχανο και σχεδόν ανύπαρκτο κρέας. Από εκείνο το σημείο όλα τα παρελκόμενα συνέβαιναν αλυσιδωτά: η Ίρμα δεν ακουμπούσε τη «σούπα» και η τιμωρία της γι' αυτή την επαναστατική αντιμετώπιση-το βέτο απέναντι στις μαγειρικές ικανότητες της μαμάς-ήταν μια γενναία κουταλιά από ένα πηχτό ακαθόριστου χρώματος σιρόπι για το βήχα που ο ξάδερφός της-μεγαλύτερος αυτός-κοροϊδευτικά αποκαλούσε «επεξεργασμένη σαύρα».
 
Ο Γιόχαν, ο ξάδερφος, τις μέρες που η Ίρμα ήταν στο κρεβάτι με γρίπη, την επισκεπτόταν κάθε μεσημέρι: όχι για να της φέρει μπισκότα βουτύρου-όπως η θεία της Ίρμα και μητέρα του-αλλά για να είναι παρών τη στιγμή της κατάποσης, αποκτώντας, ως αυτόπτης μάρτυρας, το δικαίωμα κοινωνικού σχολιασμού πάνω στο μορφασμό αηδίας που διαδεχόταν την «τιμωρίας της σαύρας». Όμως η ζωή, που δε λησμονεί-όπως έλεγε και η θεία-τα έφερε έτσι ώστε ένα χειμώνα ο γιατρός διέγνωσε στο Γιόχαν φαρυγγίτιδα κι απ' όλα τα σιρόπια του κόσμου του συνέστησαν τη γνωστή θεραπεία του ερπετού και μάλιστα σε τριπλή δόση: πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Έτσι άδοξα είχε λήξει τότε για το Γιόχαν η περίοδος χλευασμού και συμπτωματικά εκείνος ο χειμώνας ήταν και ο τελευταίος που η Ίρμα είχε αρρωστήσει...

Τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, μόνο η χλομάδα στο πρόσωπο έμενε να θυμίζει εκείνο το υποτονικό και λιγομίλητο ζουζούνι που αρρώσταινε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Τριάντα χρόνια χαραγμένα στο πρόσωπό της, μία καμπύλη για κάθε Σεπτέμβριο. Όλα είχαν αλλάξει πια, είχε μεγαλώσει, είχε αφιερωθεί στο επάγγελμά της και μόνο μία αλήθεια παρέμενε: το μόνο απόλυτο στοιχείο της ζωής ήταν ο χρόνος...

Έτσι, απόλυτα και ανεπιστρεπτί, μόλις είχε τελειώσει και το διάλειμμα: έπρεπε να επιστρέψει στο δωμάτιο, να αποβάλλει τις κακές σκέψεις, να εργαστεί και να δημιουργήσει, να δημιουργηθεί κι εκείνη μέσα από τη δουλειά της και να καταπλήξει, να πουληθεί ακριβά και να αποδώσει ψίχουλα, να είναι όμως ένα έργο τέχνης που να μην περιέχει ίχνος φρίκης: να είναι συμμετρικά τέλειο και απόλυτα κομψό. Κι ακόμα κι αν θα είχε βγει από τα χέρια της, ποτέ δε θα της ανήκε: τι ειρωνεία...Ήπιε ακόμα μια γουλιά νερό: έχει πάντα απάνθρωπες θερμοκρασίες μέσα στα εργαστήρια.

Οι χειμώνες στο Κάρλοβυ Βάρυ διαδέχονταν τους χειμώνες. Τόσα χρόνια κλεισμένη, δουλεύοντας στο δωματιάκι τα σχέδιά της πάνω στη μηχανή, κι ο ήλιος σα να έμενε μόνιμα από απουσίες. Έτσι ήταν, όμως, και στο Μπρνό: σα να γεμίζει ο ουρανός με πάγο όταν βρίσκεσαι βόρεια απ' τις Άλπεις. Ένα διαφορετικό πάγο, ένα παχύ στρώμα φτιαγμένο από πολλά «τίποτα» που μετατράπηκαν σε ένα φρικτό «κάτι» τόσο ασήμαντο και συνάμα αρκετό για να μη σπάει με κανένα ανθρώπινο μέσο.

Αυτό τον πάγο η Ίρμα τον σμίλευε κάθε μέρα με τη μηχανή της στο θορυβώδες δωματιάκι: άπειρα σχέδια, ευθείες, καμπύλες, βαθουλώματα, γεωμετρικά σχέδια, συμμετρικά κι ασύμμετρα. Ημιδιάφανα μοντέλα, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα, που όλα μαζί κομμάτι-κομμάτι συμπλήρωναν το κινέζικο πορτρέτο της δημιουργού: Αν ήταν φύλλο, τι φύλλο θα ήταν; Φύλλο ελιάς! Αν ήταν λουλούδι, τι λουλούδι θα ήταν; Γαρδένια, γαζία, τριαντάφυλλο! Αν ήταν κρύσταλλο, τι κρύσταλλο θα ήταν;

Όταν η Ίρμα έβαζε τον τροχό σε λειτουργία, όριζε τις παραμέτρους του ηλεκτρονικού μεγεθυντή της και ξεκινούσε την αποτύπωση του σχεδίου που είχε λεπτομερώς αναπτύξει στο μυαλό της, γνώριζε πως δεν ήταν η μόνη επάνω στη γη με αυτή την ασχολία. Δίπλα της ο Στέφεν, απ' το Ζλίν, δούλευε το δικό του κομμάτι ακούγοντας μουσική μέσα από ένα ζευγάρι ακουστικά. Απέναντί τους δύο ακόμα τροχοί, δύο ακόμα χειριστές, δύο ακόμα ανάγκες για έκφραση και δημιουργία, δύο ακόμα κακοπληρωμένοι υπάλληλοι, δύο ακόμα ειδικευμένοι τεχνίτες, δύο ακόμα καλλιτέχνες και πίσω από αυτούς-γιατί τα σημαντικά είναι συνήθως όσα δε φαίνονται με την πρώτη ματιά-δύο ακόμα οικογένειες που ζούσαν από αυτή τη σκληρή δουλειά που παράλληλα ήταν και τέχνη και που περίμεναν τη Χριστουγεννιάτικη κλήρωση των εργοδοτών μήπως κερδίσουν κανένα από τα πολύτιμα προϊόντα της επεξεργασίας.

Το απόγευμα άπλωνε καθημερινά την πάχνη του στα κρύα σοκάκια του Κάρλοβυ Βάρυ, η Ίρμα περπατούσε γοργά προς το σπίτι της, ένα υγρό ισόγειο κοντά στη δουλειά της-μην απομακρυνόμαστε πολύ κι από τον πάγο-σε μια υποβαθμισμένη μεριά της πόλης. Το άκουσμα του κλειδιού στην εξώπορτα έκανε ένα μικροκαμωμένο καχεκτικό αγγελούδι να τρέχει να την υποδεχθεί στην πόρτα. Η Ίρμα άνοιγε την αγκαλιά της και η μικρή ζεστή ανάσα χανόταν στο στέρνο της. Οι σκέψεις, ο πάγος, το πορτρέτο, τα σχέδια, όλα έχαναν τη σημασία τους όταν η Ίρμα έμπαινε στην κουζίνα του σπιτιού της για να μαγειρέψει τη ζεστή σούπα της ασθενικής Ζούλι: με πραγματικό κρέας, χωρίς λάχανο αυτή τη φορά.

Καμιά φορά η Ζούλι την κοιτούσε όταν μαγείρευε, παρατηρούσε με προσοχή τις κινήσεις της, αποτύπωνε στο μυαλό της τις αναρίθμητες αμυχές στις παλάμες και τα δάχτυλα της μητέρας της και συχνά τη ρωτούσε γιατί τα χέρια της έχουν τόσες πληγές. Η Ίρμα της έβαζε, τότε, να καθίσει στην καρέκλα της κουζίνας και, καθώς μαγείρευε, της αφηγούταν πώς πέρασε την ημέρα της στη δουλειά, τι σχέδια σμίλεψε και πόσα ακόμα σχέδια μένουν για να τελειώσει την κάθε παρτίδα. Το παραμύθι τελείωνε πάντα με μια μελαγχολική αναφορά στα περασμένα Χριστούγεννα, οπότε και η τύχη είχε χαμογελάσει για πρώτη φορά στην Ίρμα και την κόρη της, χαρίζοντάς τους στην κλήρωση των εργοδοτών ένα υπέροχα σκαλισμένο ποτήρι από κρύσταλλο Βοημίας που κοσμούσε το μισοσαπισμένο ντουλάπι της κουζίνας και έβλεπε το φως της ημέρας μοναχά της ώρα του δείπνου: όταν η Ίρμα το τοποθετούσε στη μέση του τραπεζιού για να φάει με την κόρη της τη ζεστή σούπα κοτόπουλο. Ένα ποτήρι που οι δυο τους είχαν ομόφωνα αποφασίσει να μην πουλήσουν παρ' όλη την ανέχειά τους, για να τους θυμίζει εκείνα τα Χριστούγεννα του παρελθόντος και να τους δίνει ελπίδες για τις επόμενες γιορτές...
 
Οι επόμενες γιορτές βρήκαν το σπιτάκι της φτωχής γειτονιάς άδειο. Μια απρόσεκτη κίνηση στη μηχανή που σμιλεύει τα κρύσταλλα ήταν αρκετή για να καθηλώσει την Ίρμα για μήνες στο κέντρο υγείας. Τα θραύσματα του κρυστάλλου Βοημίας δε λυπήθηκαν ούτε τον κερατοειδή ούτε τους τένοντες: η μάχη με τον πάγο της στέρησε βίαια το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής της, τη δημιουργία. Ακόμη κι αν δε μπορούσε να γκρεμίσει τον τοίχο της, να αποδράσει από τη μιζέρια και τη φτώχεια της, ακόμη κι αν δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατό να σπάσει τα μούτρα του πατέρα της Ζούλι που τους παράτησε όταν ακόμα η Ίρμα ήταν έγκυος, η σκέψη και μόνο πως σμίλευε το κρύσταλλο, πως έδινε σχήμα στη φυλακή της δημιουργώντας τις δικές της εικόνες, ήταν αρκετή για να της δώσει τη δύναμη που χρειαζόταν για να σηκωθεί το πρωί από το κρεβάτι.

Η Ζούλι, μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερη, έμενε όλη την ημέρα δίπλα στη μητέρα της στο νοσοκομείο μα δεν της μιλούσε, μόνο της χάιδευε το χέρι δακρυσμένη. Ένιωθε ενοχές: πίστευε πως εκείνη έφταιγε για την κατάσταση της, πως της στέρησε την τύχη της σπάζοντας εκείνο το πολύτιμο σα φυλακτό κρυστάλλινο ποτήρι την παραμονή των Χριστουγέννων. Ένα από εκείνα τα κρύα βράδια της Τσεχίας δεν άντεξε, της ψιθύρισε αποκαρδιωμένη:

- Μαμά μου...θα με συγχωρέσεις ποτέ που έσπασα το ποτήρι μας που ήταν τόσο όμορφο;

Σα να βγήκε από το λήθαργο μιας βασανιστικής σιωπής, κουρασμένη από την ξεκούραση που της επέβαλαν οι καταστάσεις, μέσα από την αιώνια νύχτα, η Ίρμα, η τεχνίτρια, η γλύπτρια, η ζωγράφος, η καλλιτέχνης, η εργαζόμενη στο εργοστάσιο παραγωγής κρυστάλλου Βοημίας, η μητέρα της Ζούλι, η γυναίκα χωρίς σύντροφο και το καχεκτικό κοριτσάκι που μεγάλωσε με λαχανόσουπα στο Μπρνό, βρήκαν όλες μαζί τη δύναμη, μετά από ώρα, να της απαντήσουν χαμογελώντας:

- Μη μου στενοχωριέσαι αγάπη μου, αύριο θα σου χαράξω εγώ ένα άλλο, πιο ωραίο ακόμα!

Κι οι χειμώνες στο Κάρλοβυ Βάρυ διαδέχονταν πάντα τους χειμώνες...
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2005 2 comments

Κεράσια με μέλι

«Το σημαντικό δεν είναι τι αγαπάς αλλά τι θυσιάζεις για την αγάπη σου».

[...]

Τα φύλλα της μικροσκοπικής κερασιάς έμοιαζαν να κάνουν αδιάφορες προσπάθειες να μετακινηθούν.

Ο καθηγητής Ρώμας πλησίασε το δένδρο και αφαίρεσε προσεκτικά με το αποστειρωμένο κοπίδι του έναν καρπό.

«Άδικος κόπος δεσποινίς Ηλιοπούλου...οι πάγοι εγκαταστάθηκαν για τα καλά πάνω στους καρπούς. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε πια είναι να τη μεταφυτεύσουμε στο δυτικό μέρος του θερμοκηπίου. Ίσως τότε, με τις κατάλληλες συνθήκες, να επιτύχουμε την υποχώρηση του πάγου πριν σαπίσουν οι καρποί.»
Καθισμένος άβολα πάνω στο στρογγυλό δερμάτινο σκαμπό του, με το δεξιό οφθαλμό στη διόπτρα του μικροσκοπίου, ο καθηγητής Ρώμας παρατηρούσε με εξαιρετική επιμέλεια τον παγωμένο καρπό.

Η δεσποινίς Ηλιοπούλου παρατηρούσε τον καθηγητή με αγωνία. Κάθε κίνηση, κάθε νεύμα του, κάθε ικανοποιημένο ή δυσαρεστημένο βλέμμα του, εμψύχωνε ή εξάτμιζε τις ελπίδες της.

«Ευτυχώς ο παγετός δεν έχει φθάσει ακόμα το δεύτερο επίπεδο. Ίσως να προλάβουμε να περισυλλέξουμε τους σπόρους.»

Με αδιάσπαστη προσοχή και ανάλαφρες κινήσεις των δακτύλων του δεξιού χεριού του, ο καθηγητής διαχειριζόταν με προσοχή και ακρίβεια τον οπτικό μεγεθυντή της διόπτρας. Ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, κάποια ελαφριά σύσπαση των οφθαλμικών μυών του αριστερού ματιού του πρόδιδαν την προσθήκη νέων πληροφοριών στο στάδιο της μελέτης του: το βάθος του παγετού, η όψη του εξωτερικού φλοιού, η κατάσταση του σπόρου...
Διάλειμμα από τη διόπτρα, ταχείες σημειώσεις και ξανά στο μικροσκόπιο...

«Το μεγαλείο της φύσης δε συγκρίνεται με κανένα είδος μαγείας, δεσποινίς! Κάθε εκπρόσωπος του φυτικού βασιλείου έχει την ικανότητα της αιτίασης. Το γνωρίζετε;» είπε αδιάφορα ο καθηγητής.

Η κοπέλα κατένευσε διστακτικά παραμένοντας σιωπηλή. Ο καθηγητής δεν άφησε ούτε για μια στιγμή τον καρπό από τα μάτια του. Ακόμα κι όταν απευθυνόταν σε εκείνη, το βλέμμα του σταθερά προσηλωμένο στον καρπό.

«Θα πραγματοποιήσω τους απαραίτητους βιοχημικούς και γενετικούς ελέγχους στα εργαστήρια του οργανισμού, πάνω στα δείγματα των καρπών. Όταν θα έχουμε τα αποτελέσματα θα μπορώ να αποφανθώ με βεβαιότητα για τη σοβαρότητα της κατάστασης και να σας καθοδηγήσω στις επόμενες κινήσεις σας. Παρακαλώ, εάν έχετε την καλοσύνη, να περιμένετε για λίγο ώστε να συνεννοηθώ με τους εργαστηριακούς συνεργάτες μου για τα διαδικαστικά.»

Βιαστικά και χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στην κοπέλα, ο καθηγητής Ρώμας σηκώθηκε από τη θέση του έμπροσθεν του μικροσκοπίου και περπάτησε μηχανικά προς την τηλεφωνική συσκευή στην άκρη του δωματίου. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, όμως η κοπέλα δε μπορούσε να ακούσει επακριβώς την τηλεφωνική συνεννόηση του καθηγητή. Λυπημένη κοιτούσε την παγωμένη κερασιά και αμήχανα δάγκωνε την άκρη του δεξιού της δείκτη, την ώρα που το αριστερό της χέρι, σε αμυντική θέση πάνω στην κοιλιά της, αποτελούσε τη βάση γι' αυτή την τόσο αμήχανη σωματική της στάση.

Προσπαθούσε να παρατηρήσει το μέγεθος της καταστροφής της κερασιάς της. Τι έφταιξε. Να εξάγει τη δική της γνωμάτευση. Να λύσει μόνη της το γρίφο των παγωμένων καρπών. Ίσως, τότε, να μη χρειαζόταν άλλο τη βοήθεια του καθηγητή. Παραήταν ακριβός για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, άλλωστε. Όμως η κερασιά της ήταν ότι πολυτιμότερο είχε. Για να τη σώσει θα έκανε τα πάντα: θα μπορούσε να ανεχτεί ακόμα και τον ψυχρό καθηγητή που το κίβδηλο βλέμμα του έμοιαζε να έχει σοβαρότερο πρόβλημα από την κερασιά της.

Όσο ο καθηγητής μιλούσε στο τηλέφωνο η κοπέλα παρατηρούσε ενδελεχώς το χώρο: λευκοί τοίχοι σχεδόν εκτυφλωτικά φωτισμένοι, αποστειρωμένοι σωλήνες για πειράματα in vitro, ύψιστης ασφαλείας θύρες που οδηγούσαν σε δαιδαλώδη εργαστηριακά συγκροτήματα για τα πειράματα in vivo, εξοπλισμός υψηλής τεχνολογίας όπου τα μικροσκόπια, οι φασματογράφοι και οι μεγεθυντές ήταν καλωδιωμένοι με υπολογιστές που ανέλυαν σε πραγματικό χρόνο την πλειάδα των παρατηρήσεων. Δε θα της έκανε καμία εντύπωση αν από καμιά γωνία ακουγόταν το βέλασμα της Ντόλυ...Όμως η Ντόλυ τελικά ψόφησε από πνευμονία...
«Δεν είναι κομψό, μάνα μου, για ένα φιόρο τόσο ραφινάτο όσο εσύ να στραβώνει τα πόδια του!»

Η άγνωστη φωνή την τρόμαξε. Γύρισε νευρικά προς τα πίσω, κοίταξε έκπληκτη τον ευγενικό κύριο που σφουγγάριζε το πάτωμα του απέναντι εργαστηρίου. Χαμογέλασε άτεχνα. Δεν έβγαλε μιλιά.

«Σε τρόμαξα, κυρά μου; Να με συμπαθάς! Όμως ένα τέτοιο όμορφο πλάσμα όπως εσύ πρέπει να το προσέχουμε να μη στραβώσει. Όπως την κερασιά σου, ‘μαθές. Την άφηνες μονάχη της στα κρύα κι άρπαξε πούντα, τζάνε μου;

Αμήχανη η κοπέλα γύρισε και ξανακοίταξε φευγαλέα την κερασιά. Μηχανικά επανέφερε το βλέμμα της στον υπάλληλο. Ένα βραχύσωμο γεροντάκι όπως τόσα άλλα που κυκλοφορούν καθημερινά με τη συγκοινωνία, που φορούν τα ίδια φθαρμένα καφετιά δερμάτινα παπούτσια συνδυασμένα με μαύρες κάλτσες και ευγενικά χαμογελούν όταν τους στριμώχνεις στο μετρό με τη σακούλα του εκάστοτε πολυκαταστήματος. Ένα από κείνα τα ανθρωπάκια που για σαράντα χρόνια κάνουν την ίδια δουλειά, που είναι οι πιο μικροί κι όμως πιο πιστοί υπάλληλοι γιατί αγαπούν τη δουλειά τους όσο χαμηλόμισθη κι αν είναι. Σφουγγαρίζουν με ζήλο και προσήλωση το πάτωμα σα να του μιλάνε γλυκά και ρομαντικά και παράλληλα αναπτύσσουν εξαιρετική οικειότητα με τους ανθρώπους. Η φωνή τους σε ζεσταίνει διαλύοντας κάθε αγοραφοβική σου αντίδραση και η εγκαρδιότητα των λόγων τους είναι μόνιμα αποστομωτική.


Το βλέμμα του ήταν τόσο θερμό κι ευγενικό, τόσο φιλόξενα θετικό, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ορθολογιστική αντιμετώπιση του ψυχρού καθηγητή. Η δεσποινίς Ηλιοπούλου χαμογέλασε διστακτικά. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ‘θελα να αναλάβει την κερασιά μου. Είναι τόσο μικρή, τόσο απροστάτευτη απέναντι στο ψύχος του χειμώνα. Χρειάζεται ευγένεια και γλυκύτητα. Τα φυτά καταλαβαίνουν, το διάβασα στην «Κηπουρική για όλους»...

«Η κερασιά μου...ξέρετε...είναι άρρωστη και τη φέραμε εδώ για να την κοιτάξουν!» κατάφερε με δυσκολία να μουρμουρίσει...

«Είναι σε καλά χέρια, η κερασιά σου, Κυρά. Ο καθηγητής είναι σοφός επιστήμονας. Έχει γιάνει χιλιάδες κερασιές σε όλο τον κόσμο με τη σοφία του. Φτάνει να τον ακούς σε όσα θα σου λέει και να μη συννεφιάζεις με τη σοβαρότητά του!»

Η κοπέλα του χαμογέλασε δεκτικά χωρίς να μιλήσει. Εν τω μεταξύ, ο καθηγητής, έχοντας ολοκληρώσει το τηλεφώνημά του, την πλησίασε κρατώντας ένα χειρόγραφο σημείωμα με τη σφραγίδα του εργαστηρίου.

«Σας συνοδεύει κάποιος, δεσποινίς Ηλιοπούλου ή έχετε έρθει μόνη;»

«Είναι εδώ ο πατέρας μου, κύριε καθηγητά. Ξέρετε, ανησυχεί κι εκείνος αφάνταστα για την κερασιά μου. Πείτε μου, θα καταφέρουμε να την επαναφέρουμε στη ζωή; Να δώσει ξανά καρπούς...να γεμίσει χρώμα τον κήπο μου;»

«Θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν δεσποινίς. Έχετε την καλοσύνη να φωνάξετε τον πατέρα σας και να περιμένετε έξω; Οικονομικά θέματα, καταλαβαίνετε, πιστεύω...»

«Φυσικά, καταλαβαίνω...Μισό λεπτό!» Αλίμονο! Προκαταβολικά τα πάντα! Εσείς δεν είστε οργανισμός, εφορία είστε!

Βιαστικά η κοπέλα βγήκε από το γραφείο του γιατρού και προχώρησε στο διάδρομο στο τέλος του οποίου βρισκόταν η αίθουσα αναμονής όπου περίμενε ο πατέρας της, καθισμένος νευρικά στις άβολες πλαστικές θέσεις. Μόλις την είδε, σαν αποσβολωμένος, σηκώθηκε αυτόματα και βημάτισε τροχάδην προς το μέρος της.

«Τι σου είπε Μελίτα μου ο καθηγητής;» Ο κύριος Ηλιόπουλος κοίταξε ανήσυχος μέσα στα κατάμαυρα μάτια της κόρης του γεμάτος απορία.

«Είπε ότι μπορεί και να γίνει καλά! Θα κάνει ότι μπορεί!» απάντησε η Μελίτα κοιτάζοντας τον πατέρα της.

«Ποιος;» ο κύριος Ηλιόπουλος έμοιαζε να μην καταλαβαίνει...

«Μα, η κερασιά μου μπαμπά! Γιατί ήρθαμε εδώ; Ξέχασες; Ο κύριος που καθαρίζει το απέναντι γραφείο είπε πως ο καθηγητής είναι πολύ σοφός κι έχει σώσει χιλιάδες σαν τη δική μου και πιο βαριά άρρωστες! Α! Ο κύριος καθηγητής είπε να πας που θέλει να σου μιλήσει. Για το οικονομικό, είπε...»

«Καλά, γλυκιά μου. Θα πάω εγώ, τώρα, μέσα να δω τι με θέλει ακριβώς. Εσύ να καθίσεις εκεί, στην αίθουσα, και να με περιμένεις. Να μη φύγεις από κει για κανένα λόγο, μέχρι να συνεννοηθώ εγώ με τον...καθηγητή για την...κερασιά σου! Σύμφωνοι;»

Η Μελίτα κατένευσε και κάθισε ήρεμη στην αίθουσα αναμονής την ώρα που ο πατέρας της επιτάχυνε το βήμα του προς το γραφείο του «καθηγητή». Χωρίς τις τυπικές ευγένειες, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα ή να χαιρετήσει, ο κύριος Ηλιόπουλος πέρασε το κατώφλι του ιατρείου του κυρίου Ρώμα. Ένα σκοτεινό, αποπνικτικό ψηλοτάβανο δωμάτιο με ξύλινα έπιπλα οι τοίχοι του οποίου καλύπτονταν εξ' ολοκλήρου από ράφια γεμάτα με βιβλία.

«Λοιπόν, γιατρέ μου; Πώς την είδατε;»

«Συγκριτικά με την πρώτη φορά που μου τη φέρατε, προ μηνός, η κατάστασή της παρουσιάζει εμφανή σημάδια βελτίωσης όσον αφορά στην αυτοταυτοποίησή της. Έπαψε να πιστεύει πως είναι δένδρο. Έχει αναπτύξει, όμως, σχέσεις βαθιάς ιδιαιτερότητας και αλληλεξάρτησης με το φυτικό βασίλειο. Σαν κάτι να τη «στοιχειώνει» νοερά! Αυτή την εβδομάδα μου έφερε μια φωτογραφία μιας παγωμένης κερασιάς από την Ιαπωνία. Μου ζήτησε να μελετήσω τους καρπούς της και να τη βοηθήσω για να μη...σαπίσει και καταστραφεί! Επίσης, έχω αρχίσει να πιστεύω πως έχει παραισθήσεις. Ενώ μιλούσα στο τηλέφωνο με τη νοσοκόμα ώστε να καθορίσουμε τις λεπτομέρειες της νέας θεραπείας, την άκουγα να παραμιλά απευθυνόμενη σε κάποιο αόρατο πρόσωπο. Σε πρώτη φάση θα ενισχύσουμε την φαρμακευτική αγωγή, θα πρότεινα όμως να τη βλέπω συχνότερα. Αν οι παραισθήσεις συνεχιστούν, ίσως θα πρέπει να νοσηλευθεί στο ίδρυμα για λόγους ασφαλείας.»

«Γιατρέ...με τρομάζετε! Η κόρη μου...η Μελίτα μου...είναι ένα άκακο πλάσμα!»

«Δυστυχώς, κύριε Ηλιόπουλε, οι διαταραγμένες προσωπικότητες σπανίως είναι προβλέψιμες. Περισσότερο ανησυχώ για τη δική της ασφάλεια, παρά για την ασφάλεια των υπολοίπων. Είναι τόσο γλυκό κορίτσι...ραγίζει η καρδιά μου να την κρατάω σε ψυχολογική καταστολή με τόσο ισχυρά αντικαταθλιπτικά...»

Ο γιατρός προέτεινε το χέρι του δίνοντας τη συνταγή για τη νέα φαρμακευτική αγωγή στον κύριο Ηλιόπουλο. Ο τελευταίος, αποκαρδιωμένος και σχεδόν μουδιασμένα τράβηξε απαλά το χαρτί από το χέρι του γιατρού.

«Πότε να κλείσουμε ξανά ραντεβού γιατρέ;»

«Για το τέλος της εβδομάδας οπωσδήποτε. Πρέπει να παρακολουθήσω ενδελεχώς την εξέλιξή της. Μην ανησυχείτε. Θα κάνουμε ότι είναι δυνατό...Πρέπει όμως κι εσείς να μας βοηθήσετε: να μη τη στενοχωρείτε, να μην της φέρνετε αντιρρήσεις, να της μιλάτε δεκτικά και να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να αφαιρέσουμε κάθε ίχνος άγχους από το μυαλό της. Πρέπει να παραμένει ήρεμη. Και προς θεού, μην της πείτε κάτι αρνητικό ή πεσιμιστικό για την κερασιά της, έως ότου την ξεπεράσει τουλάχιστον...»

«Καταλαβαίνω...σας ευχαριστώ γιατρέ...σας είμαι υπόχρεος...»

Μηχανικά ο κύριος Ηλιόπουλος σηκώθηκε από την καρέκλα και προχώρησε προς την πόρτα. Στο ύψος της κάσας στάθηκε, γύρισε προς τον καθηγητή σχεδόν συντετριμμένος και ψέλλισε.

«Ξέρετε, γιατρέ, από τότε που χάσαμε τη μητέρα μου, μείναμε οι δυο μας...δεν έχω κανέναν άλλο πέρα από τη Μελίτα. Η μητέρα μου ήταν για τη Μελίτα και γιαγιά και γκουβερνάντα και μάνα και πατέρας, μερικές φορές...εγώ δούλευα πάντα τόσο πολύ...καταλαβαίνετε...δεν είχα ποτέ μια ώρα παραπάνω να αφιερώσω...πώς να ζήσουμε; Τι να θυσιάσω και τι να προτιμήσω;»


«Μην τα σκέφτεστε αυτά, κύριε Ηλιόπουλε. Η ψυχική υγεία της κόρης σας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη κι αυτήν πρέπει να ενισχύσουμε...όμως μην ανησυχείτε, το αντιμετωπίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε...»

Για κάποιο λόγο ο καθησυχαστικός τόνος του γιατρού δεν επέφερε καμία θετική επίδραση στην ψυχολογία του κύριου Ηλιόπουλου. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας ένιωθε πως είχε χάσει μέρες από τη ζωή του. Πως γινόταν ολοένα και πιο γέρος, πιο κουρασμένος, πιο δυσκίνητος. Και το χειρότερο ήταν πως αν πατούσε το πόδι του στο διάδρομο του κτιρίου θα έπρεπε να σχηματίσει στο πρόσωπό του ένα τεράστιο και απόλυτα προσποιητό χαμόγελο αισιοδοξίας ώστε να μη δώσει αρνητική εντύπωση στην κόρη του...μια απόφαση ήταν. Το θέατρο ήταν μόλις ένα βήμα μακριά.

Έτσι, το πήρε απόφαση. Με το πρώτο βήμα έξω από το γραφείο του γιατρού, ο πρώην απογοητευμένος κύριος Ηλιόπουλος έδωσε τη θέση του στο χαρούμενο στοργικό πατέρα της Μελίτας, έτοιμο να διαλύσει όλους τους πάγους από την κερασιά της με τη θέρμη της αγκαλιάς του.

Η Μελίτα, καθισμένη στην αίθουσα αναμονής, είχε καρφώσει το βλέμμα της σε μια αφίσα που ήταν κολλημένη στον τοίχο απέναντί της. Η αφίσα απεικόνιζε δυο δελφίνια που κολυμπούσαν αμέριμνα δίπλα σε μια ψαρόβαρκα. Από κάτω, με σκούρα κεφαλαία γράμματα, έγραφε «Μήλος».

«Πάμε, γλυκιά μου. Όταν έχει νέα ο γιατρός θα μας τηλεφωνήσει, είπε!»

«Μερικές φορές, το ξέρω πως το μυαλό μου είναι μύλος. Αλλά δε μπορώ να το σταματήσω. Διαρκώς γυρνάει και γυρνάει και γυρνάει...» είπε η Μελίτα κρατώντας ανασηκωμένο το αριστερό της χέρι σχηματίζοντας κύκλους στον αέρα.

«Έλα, καλή μου. Πάμε σπίτι να ξεκουραστείς και μου τα λες στο δρόμο!»

«Το ξέρω, δε θα γιάνει η κερασιά!»

«Τι είναι αυτά που λες; Αφού ο καθηγητής είπε...»

«Ο καθηγητής είναι πιο κρύος κι απ' τον πάγο. Δε μπορεί να την κάνει καλά, γιατί, όταν αγγίζει τους καρπούς της, αυτοί παγώνουν ακόμα περισσότερο!»

Ο κύριος Ηλιόπουλος κάθισε δίπλα στη Μελίτα αμήχανος. Ένα μήνα την παρακολουθούσε ο κύριος Ρώμας και πρώτη φορά την άκουγε να μιλάει τόσο ασυνάρτητα. Την κοιτούσε σαστισμένος. Δε μπορούσε να παρακολουθήσει τις λέξεις που άκουγε. Η κόρη του ήταν αυτή; Το κοριτσάκι του;

«Δε μπορεί να αντιμετωπίσει το ψύχος γιατί δεν ξέρει την προέλευσή του! Και πώς να πολεμήσεις κάτι που δε ξέρεις από πού ήρθε;»

Ο κύριος Ηλιόπουλος ακούμπησε την πλάτη στο στην καρέκλα και άφησε τα χέρια του να ακουμπήσουν στους μηρούς του αποκαμωμένα.

«Το πρώτο βήμα της αποτελεσματικής θεραπείας είναι ο προσδιορισμός της αιτίας. Στη συνέχεια μελετώνται οι σχετικές αλληλεπιδράσεις για τη μετάβαση στο αιτιατό, ώστε τελικά παρατηρώντας το διάγραμμα ροής να προσομοιάσεις όσο καλύτερα γίνεται το μοντέλο του συστήματος. Αυτό δε μπορεί να το κάνει ο γιατρός: δε μπορεί να προσομοιάσει το μοντέλο γιατί του λείπουν βασικά δεδομένα εισαγωγής! Τα input data είναι ελλιπή!»

Στο άκουσμα των τελευταίων προτάσεων, ο κύριος Ηλιόπουλος γούρλωσε τα μάτια του και παρέμεινε σιωπηλός. Προ ολίγου μιλούσαμε για κερασιές και τώρα για διαγράμματα ροής. Του ήταν αδύνατο να προσδιορίσει ποιος μιλούσε: ένα ταραγμένο παιδί ή μία κατηρτισμένη αρχιτέκτων τοπίων;

Και τότε ήταν που θυμήθηκε το παραμύθι της μάνας του. Την ιστορία που μιλούσε για το φοβισμένο παιδί που κρύφτηκε μέσα στο σώμα ενός πληγωμένου Ιππότη του ναού του Σολόμωντα, ενός ήρωα της Ιερουσαλήμ, που βρισκόταν σε καταστολή, το θάνατο του οποίου περίμενε το τάγμα του ώστε να εκλέξει νέο αρχηγό. Το παιδί περιπλανήθηκε για μήνες, λέει, στα απόκρυφα μονοπάτια της σκέψης του έως ότου, στο βάθος της καρδιάς του Ιππότη, βρήκε μια κερασιά. Μια κερασιά ασθενική, αρρωστιάρα, αδύναμη, φυλλοβόλα. Μια κερασιά που αργοπέθαινε. Που όλα τα φύλλα και οι καρποί της ήταν καλυμμένοι με χιονονιφάδες και πάγο. Το παιδί φρόντισε την κερασιά, τη ζέστανε, την πότισε, έπλυνε τα φύλλα της, καθάρισε από τα αγριόχορτα τον κορμό της κι εκείνη σιγά-σιγά άρχισε να ανακάμπτει. Ο μύθος λέει πως ο Ιππότης που όλοι είχαν ξεγραμμένο, ένα πρωί του Απρίλη άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε να αντιδρά στη θεραπεία της εφύδρωσης και της αφαίμαξης.

Ο κύριος Ηλιόπουλος γύρισε και κοίταξε τα μάτια της κόρης του που συνέχιζαν να είναι καρφωμένα στην αφίσα. Τώρα άρχιζε σιγά σιγά να καταλαβαίνει! Τα μάτια του άρχισαν να υγραίνουν...

Για χρόνια ολόκληρα, απ' όταν είχε χάσει τη γυναίκα του και η μητέρα του είχε μετακομίσει μαζί με εκείνον και τη Μελίτα, ο κύριος Ηλιόπουλος ήταν ο κλασικός εργασιομανής οικογενειακός επισκέπτης, ο οποίος με ευκολία είχε μετατρέψει το σπίτι του σε ξενοδοχείο: το χρησιμοποιούσε μόνο για να κοιμάται και να τρώει! Η Μελίτα μεγάλωσε χάρη στη γιαγιά της. Ανέπτυξε σε μικρό χρονικό διάστημα πολλαπλά ταλέντα. Της άρεσε η ζωγραφική, η μουσική, η ποίηση. Μα πιο πολύ της άρεσε να παρατηρεί τη γιαγιά της να σκαλίζει τον κήπο του σπιτιού τους...

Ο κύριος Ηλιόπουλος, ένας διαπρεπής διπλωμάτης, συχνά ταξίδευε. Έλειπε για μέρες, μήνες. Η κόρη του ήταν μια καρτ-ποσταλ. Μια παιδική φωτογραφία κλεισμένη σε ένα πορτοφόλι. Ένα τηλεφώνημα την εβδομάδα. Χαμένος ανάμεσα στη θλίψη του για το χαμό της γυναίκας του και την εργασιομανία του είχε απορρίψει από τη σκέψη του κάθε μορφή οικογένειας, αγάπης, συμπαράστασης. Είχε ξεχάσει πως είχε μια κόρη. Είχε μεταθέσει τις ευθύνες του. Και τώρα, χρόνια μετά, επέστρεψε στο σπίτι επειδή για πρώτη φορά η Μελίτα, η κόρη που ζούσε πάντα μακριά του, έδειξε να τον χρειάζεται.


Κι όμως η κόρη του ήταν τώρα εδώ μπροστά του. Τρεις μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που έφυγε η γιαγιά. Η Μελίτα τη λάτρευε. Δεν παντρεύτηκε για να μπορεί να μένει μαζί της να τη φροντίζει. Και τώρα, τρεις μήνες μετά, κόντευε τα τριάντα και το ταραγμένο μυαλό της είχε χάσει τα υποστυλώματα και τις ισορροπίες του: είχε χάσει το λόγο για τον οποίο ζούσε. Είχε παρατήσει τη δουλειά της. Έμενε διαρκώς κλεισμένη στο σπίτι. Είχε μετατραπεί στη σκιά του εαυτού της...

«Η γιαγιά μου δε ζει πια. Η κερασιά μου δε βρίσκει πια κανένα για να τη ζεστάνει. Ο γιατρός δε μπορεί να την αγγίξει. Ο γιατρός...δεν ξέρει για τον Ιππότη...»
«Εγώ, όμως, ξέρω!» είπε με σιγουριά ο κύριος Ηλιόπουλος καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να μην δακρύσει.

Η Μελίτα κεραυνοβολημένη, σα να βγήκε από το λήθαργό της, κοίταξε απορημένη τον πατέρα της.

«Ξέρεις;»


«Πάμε σπίτι μας και θα σου τα πω όλα στο δρόμο.»

«Θα μου πεις και για την κερασιά;»

«Κυρίως για την κερασιά θα σου πω. Θα σου πω γιατί πάγωσε! Θα σου πω και πώς θα τη σώσουμε! Παρέα θα τη σώσουμε, θα δεις!»

Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του κι έκλεισε μέσα τους την κόρη του που του φαινόταν τώρα πια πιο μικρή απ' ότι όταν ήταν παιδί. Όμως...τι ειρωνεία! Δεν ήξερε πώς ήταν στα παιδικά της χρόνια! Ποτέ δεν την είχε παρατηρήσει με προσοχή! Σα να τον ευλόγησε η ζωή να δει την κόρη του να γίνεται ξανά παιδί τριάντα χρόνια μετά τη γέννησή της, μόνο και μόνο για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Κατά μία έννοια ένιωθε υπεύθυνος για την «κερασιά της»...

Ο κύριος Ηλιόπουλος, ο διαπρεπής διπλωμάτης κι η Μελίτα με την παγωμένη κερασιά ακούμπησαν ο ένας στον άλλο. Για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια πιάστηκαν αγκαζέ και άρχισαν να περπατούν προς την έξοδο του ψυχιατρείου. Μιλούσαν ο ένας στον άλλο γρήγορα, η μία ερώτηση διαδεχόταν την άλλη. Είχαν τριάντα χρόνια να μιλήσουν κι είχαν τόσα να μάθουν ο ένας για τον άλλο. Η Μελίτα ήταν τόσο απορροφημένη από την κουβέντα τους, που δεν πρόσεξε τη συνταγή του γιατρού που ο πατέρας της έντεχνα άφησε στην αίθουσα αναμονής.


Ο κύριος Ηλιόπουλος δεν ήταν επιστήμονας. Δεν ήταν ψυχίατρος ή βιοτεχνολόγος ή χειρουργός. Δεν είχε διαβάσει Φρόιντ και αγνοούσε πλήρως τους νόμους του Μέντελ. Γνώριζε, όμως, πως δεν υπάρχει ισχυρότερο και πιο αποτελεσματικό αντικαταθλιπτικό από την αγάπη. Και για πρώτη φορά είχε βρει τη σωστή δοσολογία και τον τρόπο να τη «χορηγήσει» στη Μελίτα του.

[...]

Όσο για μένα, σιόρε μου, δε γνωρίζω να σας πω τι απέγινε η Μελίτα κι αν θεράπευσε εν τέλει την κερασιά της. Ξέρω, μονάχα τούτο: δεν τους ξαναείδα να διασχίζουν την πόρτα του κυρίου Ρώμα την είσοδο της οποίας κάθε μέρα με περισσή ευλάβεια καθαρίζω...

Βενετία
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2005 0 comments

Φρίκη

Τώρα που όλα χρωματίζουν γκρι τα βήματα της απογοήτευσής μου,
Τώρα που έπαψα να περιμένω θαύματα δικά σου,
Τώρα που πείστηκα στο σφάλμα της αγάπης μου,
Τώρα σ' αγαπώ όσο ποτέ άλλοτε.

Κι όσο δυνατά κι αν το φωνάξω,
μόνο εγώ θα με ακούσω!
Αυτή είναι μια προσομοίωση φρίκης.
Και είναι έντεχνα κακογραμμένη.

Ποτέ μια φρίκη δεν έχει όμορφο πρόσωπο:
γιατί είναι ένα σταχτί στοιχειό που βασανίζει το παρόν
κατατρώγοντας απαντήσεις που ίσως έλυναν τα χέρια μου.
Με λυτά τα χέρια,
ελεύθερη πια,
θα έσφιγγα τη θηλιά γύρω από λαιμό μου.
Θα έπνιγα συνειδήσεις:
Τις δικές μου!
Κόλαση ε;
Λοιπόν, για κόλαση, είναι μάλλον...κρύα!

Γυρνώ, έτσι, τη σελίδα πριν γίνω μια καρικατούρα
φτωχή και σάπια δίπλα στα ολοκληρωμένα σχήματά σας!

Καλή μου όρεξη και όνειρα γλυκά!

Κι όπως είπε κι η Ιφιγένεια[1]:

Θα ψάχνεις χρόνια να με βρεις
στις ξεχασμένες ιστορίες,
μες στα στενά της Αττικής
και σε παράνομες πορείες.
Θα ψάχνεις δρόμους για να βρεις
στο παρελθόν σου να γυρίσεις,
κι ό,τι αρνήθηκες να ζεις
τώρα θα θέλεις να το ζήσεις.
Συνθήκες, μέτρα και σταθμά
θα προσπαθείς ν' αποκηρύξεις
και θα ζητάς μες στα τυφλά
ό,τι φοβήθηκες ν' αγγίξεις.
Θα ψάχνεις χρόνια να με βρεις
στις σκοτεινές σου αναμνήσεις,
σε δρόμους της επιστροφής
που μόνη διάλεξες να κλείσεις.
Θ' αναζητάς
μα δεν θα βρίσκεις το σφυγμό σου,
στον πυρετό της προσδοκίας θ' αγρυπνάς.
Θ' αναζητάς
κι όταν θα καις μέσα στο παραμιλητό σου

σε όσα σβήσαν καταφύγιο θα ζητάς
.


[1] Τραγούδι με τίτλο «Θ' αναζητάς» σε στίχους Ιφιγένειας Γιαννοπούλου και μουσική Αντώνη Βαρδή, που ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς στο δίσκο του με τίτλο «Συν δύο».
© CBS, 1989.