Πλέουμε μόνοι τον
κούφιο κόσμο των δωσίλογων,
σαν κληρονόμοι ενός
πλοίου φορτηγού:
θεόρατου, δυσκίνητου,
που τρέμει τις σπιλιάδες.
Κι εμείς, με βλέμμα
πλευρικό, θωρούμε το σοβράνο.
Κι εγώ στεγνή, με
μπόσικη τη μπίντα του μυαλού,
σε μια γωνίτσα
ασφαλή απ’ τη μαρέα,
τρέμω στη σκέψη ότι
νικήθηκα απ’ το φόβο
πως θα περάσω τη
ζωή που φτιάχνω άναυτη.
Κι αφού δε μένει
παρά να βιώνω συμβουλές,
σε μια θολή βουτιά
στην όαση του νου μου,
σαν σε στιγμή παροξυσμού,
ατέρμονου κι αλλοτινού,
θα σε προτρέψω με
το βλέμμα να γενείς η αλλαγή σου:
Να δεις σα σύμβαση
κάθε δομή που αγγίζεις.
Να κάνεις ευκαιρίες
τα πάθη που τσαλαπατάς.
Να λούσεις με αλμύρα τη
γάστρα της καρδιάς σου.
Να το τολμήσεις σήμερα
να ζήσεις πιο απλά.
Δίχως πισωγυρίσματα
σε σκιερούς ανθρώπους.
Δίχως σειρήνες που
αδημονούν να υποκύψεις.
Δίχως υποκινήσεις
για αγκαλιές σπασμωδικές
Δίχως σκιρτήματα παιδιάστικα
στα πίσω θεωρεία.
Ένα πρωί. Ένα τηλέφωνο.
Τέσσερις λέξεις.
Τίμια
αποφασισμένες να μη μείνουν αναπάντητες.
«Θέλω να σε δω»
Τα πράγματα είναι
απλά: πλέουμε τον κόσμο που επιλέγουμε.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου