Το κυνήγι της Ανέσεως: μια κυκλική πεζοπορία στους πρόποδες της ουτοπίας. Κοιτάς τις παρυφές με έπαρση και κοροϊδεύεσαι πως τάχα ανηφορίζεις. Βυθίζεις την αντίληψη σε άλατα ηδονής, κρατώντας τη σταδία κατακόρυφη. Μα η ανύπαρκτη υψομετρική διαφορά σε μηδενίζει. Και έτσι πεισμώνεις. Μηδενικό, εσύ, μέσα στον προσωπικό σου αναχρονισμό, δε βρίσκεις άλλο παρά να κακιώσεις στην Τύχη που δεν σε προσέτρεξε, κερνώντας προσβολές τη Συμπαντική συνομωσία. Κι ο κόσμος μετρά άλλη μια κουλούρα, καθώς σφαλίζεις το βλέμμα σου στη Δύση αποκαμωμένος.
Σου το ‘χα πει όταν σε πρωτοαντίκρισα∙ εκείνο το αναπόφευκτο απόβραδο όπου μαγεμένοι απολαύσαμε την εμπνευστική δροσιά που μας μετέφερε στο σώμα η υγρασία απ’ το παγκάκι του Σταθμού. Τότε ακόμα ανταλλάσσαμε κουβέντες άμεμπτες∙ ποιητικές. Τότε συλλογιζόμουν φωναχτά μέσα απ’ το δανεικό μου σκούφο, για να ξορκίσω τα ουρλιαχτά του παρελθόντος μου. Εσύ τι έκανες δε μάθαμε ποτέ, όμως εσύ δεν είσαι το θέμα μας πλέον: το θέμα είναι η άνεση που αποζητούσαμε κι οι δυο, γιατί πιστεύαμε τότε σε λιμάνια, την ώρα που καθίστατο σαφές ότι ο ήλος ανέτειλε και έδυε μονάχα μεσοπέλαγα.
Θα σου το πω και τώρα, λοιπόν, με πιο απλές αράδες: πάψε την πεζοπορία∙ νισάφι τόση διαδρομή. Αυτό που δήθεν κυνηγάς με το σώμα σου, κορέστηκε απ’ την τοξικότητα του πνεύματος. Οι άνθρωποι λιγοστεύουν. Οι σκέψεις φθίνουν! Οι προσεγγίσεις συγκλίνουν! Πώς καταδέχεσαι ν’ αντικρίζεις την όψη σου, γνωρίζοντας πως με τις επιλογές σου γίνεσαι μια στείρα αποστράγγιση του εαυτού σου; Ούτε ο κόπος σου αξίζει∙ και το χρόνο σου μάταια τον δαπανάς. Πώς το μπορείς να γίνεσαι έρμαιο της άνεσης αρνούμενος να την ξεπεράσεις; Δε νιώθεις εγκλωβισμένος; Δε νιώθεις μισότρελος;
Είναι φορές που, όσο κι αν μιλώ, με όσο σθένος κι αν πληγώνει το μολύβι τ' άστεγα χαρτιά, σα να εξαϋλώνονται οι φράσεις και να ξεθωριάζουν τα γράμματα. Αυτό το αίσθημα με νικά τώρα: με κάνει να θέλω να επεξεργαστώ την προτροπή μου...
Γιατί είναι η άνεση υπόγειος αγωγός λυμάτων∙ μια σαδιστική πλανεύτρα του συρμού. Σκιά σαρκοβόρα, με όρεξη ακόρεστη, ζει για να σε περιτριγυρίζει οσμιζόμενη την ψυχική σου αδυναμία. Σα δήθεν τεθλιμμένη εκδιδόμενη, ανοίγει τις αγκάλες της για να σε περιθάλψει∙ άκρα καπνιστά και σκιώδη σε κατακλύζουν, μαύρες νεραΐδες σε οδηγούν στην αποχαύνωση. Πόσες φορές κι εγώ δεν της άνοιξα την πόρτα μου... Πόσες βραδιές δεν τη φιλοξένησα στον οίκο μου... Πόσα ματωμένα πρωινά δεν της παραδόθηκα άνευ όρων, μην τυχόν και αντιμετωπίσω τις σκέψεις μου…
Δε μετανιώνω που την αγάπησα: έμαθα από αυτήν τόσα και σπουδαία, ώστε την ευχαριστώ και που με πλήγωσε ακόμα. Ούτε, όμως, μετανιώνω που την εγκατέλειψα. Στιγμή!
Σε μια χαραμάδα του παρόντος που όλοι και όλα μου είναι αρκετά, δεν κράτησα τίποτε για να θυμίζει εκείνο το άστοχο ασφαλτοστρωμένο ίσωμα όπου ζούσα. Στους Σταθμούς της ζωής δεν εγκαθίστανται, βέβαια, παγκάκια. Κι έχω αποκτήσει την παράτολμη συνήθεια να διαβαίνω σκάλες ώστε να ηρεμώ. Αν τα σκεφτείς αυτά εσύ, σήμερα, με το δικό σου το μυαλό, μάλλον θα πεις ότι δεν έχω και πολλά για να καυχιέμαι. Έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Απολείπειν ο Θεός.
Κι έτσι, στεγνά, θα πάρω πίσω το στοχασμό μου. Απότομα και κοφτά, όπως τον έφερα. Σα να ‘μαι σύγνεφο που ισορροπεί σε ηλιαχτίδες, θα φύγω από το διάβα τους για να σου γυρίσω το πολυπόθητο φως∙ δεν ήταν καν δικό μου απ’ την αρχή: γιατί να στο στερώ άλλο;
Ας φεύγουν, λοιπόν, οι παρείσακτοι με τις ενοχλητικές τους σκέψεις, μήπως τρυπώσει γλυκά στο νου σου η παιχνιδιάρα ελπίδα ότι χάρη σε αυτό το φως θα λουστείς με σοφία ώστε να εξελίξεις την ύπαρξή σου, αντί να βολευτείς πιο αναπαυτικά στο μικροκλίμα του παρόντος σου.
Είπαμε: την άνεση απαρνήθηκα∙ όχι το ρομαντισμό…
Σου το ‘χα πει όταν σε πρωτοαντίκρισα∙ εκείνο το αναπόφευκτο απόβραδο όπου μαγεμένοι απολαύσαμε την εμπνευστική δροσιά που μας μετέφερε στο σώμα η υγρασία απ’ το παγκάκι του Σταθμού. Τότε ακόμα ανταλλάσσαμε κουβέντες άμεμπτες∙ ποιητικές. Τότε συλλογιζόμουν φωναχτά μέσα απ’ το δανεικό μου σκούφο, για να ξορκίσω τα ουρλιαχτά του παρελθόντος μου. Εσύ τι έκανες δε μάθαμε ποτέ, όμως εσύ δεν είσαι το θέμα μας πλέον: το θέμα είναι η άνεση που αποζητούσαμε κι οι δυο, γιατί πιστεύαμε τότε σε λιμάνια, την ώρα που καθίστατο σαφές ότι ο ήλος ανέτειλε και έδυε μονάχα μεσοπέλαγα.
Θα σου το πω και τώρα, λοιπόν, με πιο απλές αράδες: πάψε την πεζοπορία∙ νισάφι τόση διαδρομή. Αυτό που δήθεν κυνηγάς με το σώμα σου, κορέστηκε απ’ την τοξικότητα του πνεύματος. Οι άνθρωποι λιγοστεύουν. Οι σκέψεις φθίνουν! Οι προσεγγίσεις συγκλίνουν! Πώς καταδέχεσαι ν’ αντικρίζεις την όψη σου, γνωρίζοντας πως με τις επιλογές σου γίνεσαι μια στείρα αποστράγγιση του εαυτού σου; Ούτε ο κόπος σου αξίζει∙ και το χρόνο σου μάταια τον δαπανάς. Πώς το μπορείς να γίνεσαι έρμαιο της άνεσης αρνούμενος να την ξεπεράσεις; Δε νιώθεις εγκλωβισμένος; Δε νιώθεις μισότρελος;
Είναι φορές που, όσο κι αν μιλώ, με όσο σθένος κι αν πληγώνει το μολύβι τ' άστεγα χαρτιά, σα να εξαϋλώνονται οι φράσεις και να ξεθωριάζουν τα γράμματα. Αυτό το αίσθημα με νικά τώρα: με κάνει να θέλω να επεξεργαστώ την προτροπή μου...
Γιατί είναι η άνεση υπόγειος αγωγός λυμάτων∙ μια σαδιστική πλανεύτρα του συρμού. Σκιά σαρκοβόρα, με όρεξη ακόρεστη, ζει για να σε περιτριγυρίζει οσμιζόμενη την ψυχική σου αδυναμία. Σα δήθεν τεθλιμμένη εκδιδόμενη, ανοίγει τις αγκάλες της για να σε περιθάλψει∙ άκρα καπνιστά και σκιώδη σε κατακλύζουν, μαύρες νεραΐδες σε οδηγούν στην αποχαύνωση. Πόσες φορές κι εγώ δεν της άνοιξα την πόρτα μου... Πόσες βραδιές δεν τη φιλοξένησα στον οίκο μου... Πόσα ματωμένα πρωινά δεν της παραδόθηκα άνευ όρων, μην τυχόν και αντιμετωπίσω τις σκέψεις μου…
Δε μετανιώνω που την αγάπησα: έμαθα από αυτήν τόσα και σπουδαία, ώστε την ευχαριστώ και που με πλήγωσε ακόμα. Ούτε, όμως, μετανιώνω που την εγκατέλειψα. Στιγμή!
Σε μια χαραμάδα του παρόντος που όλοι και όλα μου είναι αρκετά, δεν κράτησα τίποτε για να θυμίζει εκείνο το άστοχο ασφαλτοστρωμένο ίσωμα όπου ζούσα. Στους Σταθμούς της ζωής δεν εγκαθίστανται, βέβαια, παγκάκια. Κι έχω αποκτήσει την παράτολμη συνήθεια να διαβαίνω σκάλες ώστε να ηρεμώ. Αν τα σκεφτείς αυτά εσύ, σήμερα, με το δικό σου το μυαλό, μάλλον θα πεις ότι δεν έχω και πολλά για να καυχιέμαι. Έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Απολείπειν ο Θεός.
Κι έτσι, στεγνά, θα πάρω πίσω το στοχασμό μου. Απότομα και κοφτά, όπως τον έφερα. Σα να ‘μαι σύγνεφο που ισορροπεί σε ηλιαχτίδες, θα φύγω από το διάβα τους για να σου γυρίσω το πολυπόθητο φως∙ δεν ήταν καν δικό μου απ’ την αρχή: γιατί να στο στερώ άλλο;
Ας φεύγουν, λοιπόν, οι παρείσακτοι με τις ενοχλητικές τους σκέψεις, μήπως τρυπώσει γλυκά στο νου σου η παιχνιδιάρα ελπίδα ότι χάρη σε αυτό το φως θα λουστείς με σοφία ώστε να εξελίξεις την ύπαρξή σου, αντί να βολευτείς πιο αναπαυτικά στο μικροκλίμα του παρόντος σου.
Είπαμε: την άνεση απαρνήθηκα∙ όχι το ρομαντισμό…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου