Όταν ήμουν πιο παιδί, δεν είχα μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ το
να περιπλανώ την ασυνάρτητη σκέψη μου ανάμεσα στις ιστορίες της γιαγιάς μου,
αφιερώνοντας ώρες -μέρες ολόκληρες- σε μια στενόμακρη μαρμαρένια βεράντα
παραδομένη στην τελετουργία της αφήγησης: Θα καθόταν αναπαυτικά στην
καλοκαιριάτικη chaise longue·
θα κάθιζα το ακόρεστο βλέμμα μου απέναντί της· θα έτεινε τα ταλαιπωρημένα της πόδια
προς εμένα· θ’ ακουμπούσα τα δικά μου (όσο περισσότερο έφταναν) προς την
πολυθρόνα· θα έμενα εκεί, ακίνητη, ανήσυχη, συνεπαρμένη· στην αρχή πιο μικρούλα
-μετά μεγαλύτερη- πάντοτε, όμως, ορεξάτη για την ιστορία· όχι πάντοτε για την
ίδια (την) ιστορία…
Οι καρέκλες μας, στρατηγικά τοποθετημένες πλάι στην πάλλευκη σκάλα. Η βεράντα υπήρχε για να σου παρέχει εξόδους διαφυγής, μην τυχόν και δε σε ικανοποιούσε η εξιστόρηση: τίποτε δε σε κρατούσε δέσμιο ώστε να την υποστείς καθ’ ολοκληρία. Αν ο δράκος φάνταζε ακραίος για την προσωπική σου αισθητική, μπορούσες με μιας να διακόψεις την εξιστόρηση και να περιδιαβείς περιχαρής τον κήπο. Εάν η βασιλοπούλα παραήταν στείρα και γλυκανάλατη για τα γούστα σου, κανείς δε θα σε παρεξηγούσε εάν την απέρριπτες κι επέστρεφες στο ποδήλατο. Για τις ιστορίες που άκουγα, μου δίδονταν πάντοτε εναλλακτικές. Έτσι εκτίμησα την ελευθερία που απλόχερα μου παρεχόταν. Την αποζητώ έκτοτε· σχεδόν την απαιτώ. Με το ίδιο πάθος. Ίσως γι’ αυτό και δεν έλειψα ποτέ από καμιά απ’ τις ιστορίες της γιαγιάς μου: τις σεβόμουν απεριόριστα - ποτέ δε μου αποστέρησαν τη δυνατότητα διαφυγής.
Πέρα από πνευματικά ελεύθερη, έχω υπάρξει και εξαιρετικά τυχερή σε αυτό τον τομέα: η ζωή δε στάθηκε φειδωλή σε λέξεις απέναντί μου. Ήμουν (σχεδόν) πάντοτε σε θέση να αναγνωρίσω με μιάς μια νέα ιστορία: να την ξεχωρίσω απ’ τις λάσπες της, να την αλαφρύνω απ’ τις σκόνες της, να τη φέρω στο φως για να την απολαύσουν τ’ αυτιά και τα μάτια, να της προσδώσω την πνοή που της αξίζει.
Δίχως να την κρίνω ή να τη μειώσω, να τη φουσκώσω ή να την παρατείνω, μόλις θα βρισκόμουν μπροστά σε μια νεότοκη ιστορία, θα άγγιζα το σώμα της απαλά και προσεκτικά: σαν εκστασιασμένος αρχαιολόγος που δεν ποθεί παρά να φέρει στο φως την αλήθεια του χρόνου. Θα τη χάιδευα με τ’ ακροδάχτυλα χορεύοντάς τη με το νου μου, χωρίς περιστροφές, σχεδόν ερωτικά. Ίσως γι’ αυτό και οι λέξεις των ιστοριών που γνώρισα μου επέστρεφαν πάντα το συναισθηματικό τους στοιχείο δίχως συστολή, αναπτύσσοντας μαζί μου μια σαφή, ειλικρινή και βαθειά σχέση ζωής – δε θα μπορούσα να ελπίσω για τίποτε περισσότερο από αυτό: βρέθηκα ευλογημένη με μια σπουδαία συμβουλή, μπρος στη σοφία της οποίας βρίσκομαι συχνά πνευματικώς αντιμέτωπη.
Οι άνθρωποι είναι οι ιστορίες τους. Όμως, οι ιστορίες, δεν κάνουν πάντα καλό στους ανθρώπους! Κάποιες ιστορίες είναι, φυσικά, επίκτητες. Άλλες, πάλι, βαριά κληρονομιά του χρονοντούλαπου. Ορισμένες μας τις αφηγούνται, τις αφουγκραζόμαστε και τις αφομοιώνουμε. Κάποιες άλλες τις απορρίπτουμε πριν καλά-καλά τις ακούσουμε. Όμως μην τα «ρίχνουμε» όλα στους άλλους. Είναι και οι ιστορίες τις οποίες πλάθουμε οι ίδιοι, ολομόναχα φωτισμένοι, στις στιγμές της πιο μεγάλης μας έμπνευσης. Μιλώ γι’ αυτές τις ιστορίες που αφηγούμαστε οι ίδιοι. Που τις αγκαλιάζουμε με τα χέρια μας. Που τις κατακρατούμε ψυχικά. Που αφηνόμαστε σε αυτές με όλες μας τις αισθήσεις. Θα ’λέγε κανείς -απλοϊκά σκεπτόμενος- ότι πιο ανιδιοτελείς απ’ αυτές τις ιστορίες δεν υπάρχουν. Κι όμως, αυτές είναι και οι πιο επικίνδυνες.
Διότι βουβαίνουν την κρίση σου. Θολώνουν το βλέμμα σου. Ντύνονται το θεάρεστο μανδύα μιας ψευδεπίγραφης άνευ όρων αυτο-αποδοχής. Σε μετατρέπουν σε απόστολο της μισής αλήθειας τους και ιεροκήρυκα της ψευτο-σοφίας τους. Και σε κοιμίζουν. Και αποδέχεσαι καταστάσεις άκριτα, επειδή συνάδουν με την ιστορία σου. Και ξεχνάς να σφουγγίξεις το βουλοκέρι απ’ τ’ αυτιά σου. Και μένεις στυλωμένος στο κατάρτι. Ακίνητος. Προσκολλημένος. Ανίκανος να αντιδράσεις. Και οι κωπηλάτες να τραβούν μιαν αδιάκοπη ευθεία πάνω στο δικό σου πρότερο ρυθμό. Όμως εσύ, τυφλός και κωφός ως είσαι, δεν μπορείς να μοιράσεις νέα παραγγέλματα. Και το καράβι συνεχίζει την τρελή του πορεία, μακριά από λιμάνια ή προορισμούς. Ο χρόνος που χάνεται είναι το μικρότερο κακό στην όλη υπόθεση. Δε χάνεται τόσο ο χρόνος: εσύ χάνεσαι, μέσα στην ιστορία σου. Εσύ είσαι το θύμα της, εσύ κι ο θύτης.
Και στο λέω εγώ: που οι λέξεις με έκαναν φίλη τους και μ’ αγαπούν αρκετά ώστε να μου εμπιστεύονται τα μυστικά τους. Στο λέω -όχι από εγωισμό ή από μεγαλομανία- γιατί είναι απόλυτος ανάγκη να διατηρείς αιώνιες επιφυλάξεις για τις ιστορίες που φτιάχνεις ώστε να βιώνεις (ή να ανέχεσαι) τον εαυτό σου. Όσο πιστεύεις ότι ζώντας μ’ αυτές σώζεις την ακεραιότητά σου, τόσο πιο βαθιά βυθίζεσαι ακέραιος μέσα τους. Κι όσο τ’ οξυγόνο σου θα λιγοστεύει, τόσο θ’ αυξάνεται η πιθανότητα να πνιγεί και η τελευταία σταγόνα ελπίδας ότι θα μπορέσεις, κάποια στιγμή, να ζήσεις πραγματικά απαλλαγμένος από δεσμά που ο ίδιος δημιουργείς για τον εαυτό σου.
Οι καρέκλες μας, στρατηγικά τοποθετημένες πλάι στην πάλλευκη σκάλα. Η βεράντα υπήρχε για να σου παρέχει εξόδους διαφυγής, μην τυχόν και δε σε ικανοποιούσε η εξιστόρηση: τίποτε δε σε κρατούσε δέσμιο ώστε να την υποστείς καθ’ ολοκληρία. Αν ο δράκος φάνταζε ακραίος για την προσωπική σου αισθητική, μπορούσες με μιας να διακόψεις την εξιστόρηση και να περιδιαβείς περιχαρής τον κήπο. Εάν η βασιλοπούλα παραήταν στείρα και γλυκανάλατη για τα γούστα σου, κανείς δε θα σε παρεξηγούσε εάν την απέρριπτες κι επέστρεφες στο ποδήλατο. Για τις ιστορίες που άκουγα, μου δίδονταν πάντοτε εναλλακτικές. Έτσι εκτίμησα την ελευθερία που απλόχερα μου παρεχόταν. Την αποζητώ έκτοτε· σχεδόν την απαιτώ. Με το ίδιο πάθος. Ίσως γι’ αυτό και δεν έλειψα ποτέ από καμιά απ’ τις ιστορίες της γιαγιάς μου: τις σεβόμουν απεριόριστα - ποτέ δε μου αποστέρησαν τη δυνατότητα διαφυγής.
Πέρα από πνευματικά ελεύθερη, έχω υπάρξει και εξαιρετικά τυχερή σε αυτό τον τομέα: η ζωή δε στάθηκε φειδωλή σε λέξεις απέναντί μου. Ήμουν (σχεδόν) πάντοτε σε θέση να αναγνωρίσω με μιάς μια νέα ιστορία: να την ξεχωρίσω απ’ τις λάσπες της, να την αλαφρύνω απ’ τις σκόνες της, να τη φέρω στο φως για να την απολαύσουν τ’ αυτιά και τα μάτια, να της προσδώσω την πνοή που της αξίζει.
Δίχως να την κρίνω ή να τη μειώσω, να τη φουσκώσω ή να την παρατείνω, μόλις θα βρισκόμουν μπροστά σε μια νεότοκη ιστορία, θα άγγιζα το σώμα της απαλά και προσεκτικά: σαν εκστασιασμένος αρχαιολόγος που δεν ποθεί παρά να φέρει στο φως την αλήθεια του χρόνου. Θα τη χάιδευα με τ’ ακροδάχτυλα χορεύοντάς τη με το νου μου, χωρίς περιστροφές, σχεδόν ερωτικά. Ίσως γι’ αυτό και οι λέξεις των ιστοριών που γνώρισα μου επέστρεφαν πάντα το συναισθηματικό τους στοιχείο δίχως συστολή, αναπτύσσοντας μαζί μου μια σαφή, ειλικρινή και βαθειά σχέση ζωής – δε θα μπορούσα να ελπίσω για τίποτε περισσότερο από αυτό: βρέθηκα ευλογημένη με μια σπουδαία συμβουλή, μπρος στη σοφία της οποίας βρίσκομαι συχνά πνευματικώς αντιμέτωπη.
Οι άνθρωποι είναι οι ιστορίες τους. Όμως, οι ιστορίες, δεν κάνουν πάντα καλό στους ανθρώπους! Κάποιες ιστορίες είναι, φυσικά, επίκτητες. Άλλες, πάλι, βαριά κληρονομιά του χρονοντούλαπου. Ορισμένες μας τις αφηγούνται, τις αφουγκραζόμαστε και τις αφομοιώνουμε. Κάποιες άλλες τις απορρίπτουμε πριν καλά-καλά τις ακούσουμε. Όμως μην τα «ρίχνουμε» όλα στους άλλους. Είναι και οι ιστορίες τις οποίες πλάθουμε οι ίδιοι, ολομόναχα φωτισμένοι, στις στιγμές της πιο μεγάλης μας έμπνευσης. Μιλώ γι’ αυτές τις ιστορίες που αφηγούμαστε οι ίδιοι. Που τις αγκαλιάζουμε με τα χέρια μας. Που τις κατακρατούμε ψυχικά. Που αφηνόμαστε σε αυτές με όλες μας τις αισθήσεις. Θα ’λέγε κανείς -απλοϊκά σκεπτόμενος- ότι πιο ανιδιοτελείς απ’ αυτές τις ιστορίες δεν υπάρχουν. Κι όμως, αυτές είναι και οι πιο επικίνδυνες.
Διότι βουβαίνουν την κρίση σου. Θολώνουν το βλέμμα σου. Ντύνονται το θεάρεστο μανδύα μιας ψευδεπίγραφης άνευ όρων αυτο-αποδοχής. Σε μετατρέπουν σε απόστολο της μισής αλήθειας τους και ιεροκήρυκα της ψευτο-σοφίας τους. Και σε κοιμίζουν. Και αποδέχεσαι καταστάσεις άκριτα, επειδή συνάδουν με την ιστορία σου. Και ξεχνάς να σφουγγίξεις το βουλοκέρι απ’ τ’ αυτιά σου. Και μένεις στυλωμένος στο κατάρτι. Ακίνητος. Προσκολλημένος. Ανίκανος να αντιδράσεις. Και οι κωπηλάτες να τραβούν μιαν αδιάκοπη ευθεία πάνω στο δικό σου πρότερο ρυθμό. Όμως εσύ, τυφλός και κωφός ως είσαι, δεν μπορείς να μοιράσεις νέα παραγγέλματα. Και το καράβι συνεχίζει την τρελή του πορεία, μακριά από λιμάνια ή προορισμούς. Ο χρόνος που χάνεται είναι το μικρότερο κακό στην όλη υπόθεση. Δε χάνεται τόσο ο χρόνος: εσύ χάνεσαι, μέσα στην ιστορία σου. Εσύ είσαι το θύμα της, εσύ κι ο θύτης.
Και στο λέω εγώ: που οι λέξεις με έκαναν φίλη τους και μ’ αγαπούν αρκετά ώστε να μου εμπιστεύονται τα μυστικά τους. Στο λέω -όχι από εγωισμό ή από μεγαλομανία- γιατί είναι απόλυτος ανάγκη να διατηρείς αιώνιες επιφυλάξεις για τις ιστορίες που φτιάχνεις ώστε να βιώνεις (ή να ανέχεσαι) τον εαυτό σου. Όσο πιστεύεις ότι ζώντας μ’ αυτές σώζεις την ακεραιότητά σου, τόσο πιο βαθιά βυθίζεσαι ακέραιος μέσα τους. Κι όσο τ’ οξυγόνο σου θα λιγοστεύει, τόσο θ’ αυξάνεται η πιθανότητα να πνιγεί και η τελευταία σταγόνα ελπίδας ότι θα μπορέσεις, κάποια στιγμή, να ζήσεις πραγματικά απαλλαγμένος από δεσμά που ο ίδιος δημιουργείς για τον εαυτό σου.
3 comments:
Ο χοντρός εχει γράψει ενα υπέροχο βιβλίο... Να σου πω μια ιστορία;;
Δεν ειναι οι ιστορίες ή οι λέξεις αυτών που δεσμεύουν ή.. Ελευθερωνουν.. Συνήθως ειναι αυτο που περιγράφουν. Η φύση αυτού.. Η δυναμική αυτού.. Η δειλία.. Το ηττον της ύπαρξης..
Μακάρι όσοι αναγνωρίζουν έστω τη δική τους ιστορία..
Το "Guentos para pensar" ("Ιστορίες να σκεφτείς") γράφτηκε το 1997. Ήταν προάγγελος του "Déjame que te cuente" ("Να σου πω μια ιστορία") το οποίο εκδόθηκε το 2002. Μεταξύ των δύο, προτιμώ το νεότερο: είναι πιο ώριμο συγγραφικά και νοηματικά - υπέροχο βιβλίο, πραγματικά.
Γιατί δε δοκιμάζεις να γράψεις και εσύ μια ιστορία.. να σκεφθούμε....
Δημοσίευση σχολίου