Είναι κάποιοι
άνθρωποι, κεριά αναμμένα. Ό,τι κι αν σκέπτεσαι να το προστρέξουν ευλαβικά. Κάθε σου
μαύρη θύμηση να στη νανουρίσουν γλυκά. Κάθε μικρή ή μεγάλη συμφορά σου να την
αφουγκραστούν. Να δώσουν. Να λιώσουν. Να κομματιάσουν με ειλικρίνεια τους χαρταετούς
σου. Να νιώθεις τύψεις που δεν τους αγάπησες αρκετά. Να αναμετράσαι και να
βγαίνεις πάντα λίγος.
Κι είναι κι
οι άλλοι. Οι αιωνίως αταίριαστοι. Οι κλασικά απροσάρμοστοι. Που ο καθείς έχει κι από μια φρικτή εικόνα να τους αποδώσει. Μια τραγική ιστορία τους να αφιερώσει.
Που παίρνουν. Που πνίγουν. Που σε ξεσκίζουν μέχρι να μάθεις να τους προσπερνάς.
Που δεν αξίζουν, λες. Που δε σε αξίζουν. Εσένα, προσωπικά.
Κι είσαι κι
εσύ. Κι είμαι κι εγώ. Δυο ακροατές και δυο θιασώτες της παιδικής μας παρωδίας. Μετρήσαμε
την τόλμη μας, σπάζοντας τα παιγνίδια μας. Ηθοποιοί χωρίς ήθος, και πρωτοπόροι
δίχως διαδρομή. Να σ’ έχω κατηγορήσει που δεν είσαι ως ήλπιζα. Να μ’ έχεις σταυρώσει
που δε σου φτάνω ως έχω.
Και σκέφτομαι
καμιά φορά -όταν ο καιρός είναι υγρός και τα σοκάκια γλυκερά- τι θα ήσουν και
τι δε θα ’σουν. Και το αντιστοιχώ με το τι είμαι και τι δεν είμαι. Άσκοποι βουβοί συλλογισμοί.
Άτεχνες περιπλανήσεις σ’ ένα μουντό τοπίο, κρυμμένες πίσω απ’ τη δικαιολογία της
στιγμής. Μονέ χωρίς νούφαρα: μονίμως άκαιρες...
Και λέγω
συχνά, μέσα στην υπερφίαλή μου παραζάλη, πως αν είχες λιμάνι, θα ήταν παράταιρο:
Δε θα ’χε παρά μια μοναχή αγάντα, λεπτή μα άκαμπτη, περίτεχνα σμιλεμένη ώστε
ν’ αντιστοιχεί σε ένα και μόνο ακάτιο. Λιμάνι ανήλιαγο κι ανήμερο. Λιμάνι για μια
φορά, μα που αρέσκεται να αυτοαναιρείται σταδιακά. Έτσι αφήνεται με δέος
στις κλωστούλες που του κερνούν τα πλείστα τρεχαντήρια της σειράς…
Και νιώθω βαθιά
πως αν είχες πατρίδα, θα ήταν φυγόδικη: Στους εχθρούς αφού θα είχε παραδώσει
κάθε τι Θείο κι Άξιο, θα ξέσκιζε τους τάφους της να γεννήσει κι άλλα ορφανά. Θα
στοίβαζε τα κρανία τους σε θόλους για να τρομάξει τα όρνια. Θα κρέμαγε σημαίες στις
άκρες απ’ τις ματωμένες λόγχες των αναξιοπαθούντων και θα υπέγραφε παραίτηση
από την αυτοκυριαρχία της μόνο και μόνο για να μη ζήσει εν ειρήνη...
Κι ενώ
πεισμώνω με τα πολλά παραμυθιάζομαι πως, αν είχες ουσία, θα ήταν αναίτια: Για
χάρη μιας χίμαιρας, κερνάς γενναίες δόσεις ψευδοευφορίας. Στα στήθη μιας Λολίτας αφήνεις να χύνονται
οι βραδινές σου παραζάλες. Και το μυαλό να μην αδειάζει. Και το κουβάρι να
περιπλέκεται. Και να το επιλέγεις. Όχι: να το απολαμβάνεις!
Δεν υπάρχει ενδεδειγμένος
τρόπος: μόνο υπέρβαση. Δεν περισσεύει ευκαιριακή ελπίδα: στο βάθος τοίχος. Κι εγώ έπαψα
να αψηφώ τις υπερβάσεις των πολλών από αντίδραση. Αντ’ αυτού, διδάσκομαι κατ’
εξακολούθηση πώς χτίζονται -και πως σωριάζονται- οι τοίχοι. Έμαθα να βλέπω προς
τα άνω προτού κοιτάξω προς τα μέσα. Τι κι αν με κάθε αλληλεπίδραση προσεύχομαι
μη και ξεπεταχτούν παλιά δαιμόνια: κάθε που ανοίγω την ψυχή μου, εύχομαι να ορμήσουν
προς τα εμπρός τα ίδια κι ακόμα πιο αρπακτικά, αδηφάγα όσο ποτέ. Να τα συστήσω στον εαυτό
μου... Να τα επιδείξω στους άλλους... Να αντικρύσουν τα όριά τους... Να ανακαλύψω τα
δικά μου... Να τους ξεπεράσω... Να θελήσουν να με φτάσουν... Να καώ στο βάθος μου, κι
ας μη φωτίσω παρά το κενό!
Στο τέλος
κάθε περιπλάνησης, μια στείρα διαπίστωση. Ημιτελής, ώστε να παρέχει ευκαιρίες διαλόγου, προσκαλώντας την επιβεβαίωση. Αντ’ αυτής, μια μακροσκελής δήλωση. Απόλυτη και σαφής. Να μην επιδέχεται ερμηνειών ούτε επερωτήσεων. Θα υπάρχει για να σε
ταλαιπωρεί. Να σε διεγείρει. Να σε εξαντλεί. Να την αγνοείς. Να επανέρχεσαι.
Γιατί, εάν
είχες λιμάνι, θα ήμουν εγώ. Κι αν είχες πατρίδα, πάλι εγώ. Κι η ουσία σου όλη, στη
μήτρα μου κρυμμένη μέχρι να την καλογεννήσω. Και δε σε ορέχτηκα όσο θες να πιστεύεις: συνεπαρμένη
απ’ τους ασκούς που μου παρέδωσες, τι να πρωτοποθούσα τότε; Εμένα ή εσένα; Τώρα, μοιραία,
με αγαπώ. Ήρεμα. Απόλυτα. Αισθαντικά. Έτσι μόνο μπορώ να αγαπώ κι εσένα ως
είσαι: τρελός κι αδέσποτος, παρ’ όλη την αγάπη...
1 comments:
το παραμύθι του Δον Κιχώτη είναι λυρικό και αφήνει μια αίσθηση γλυκιά στο τέλος.... και ας κυνηγάει ανεμόμυλους...
ο Συρανό είναι ο πιο ερωτευμένος άνθρωπος ίσως, αλλά καταλήγει μόνος χωρίς καν να τον βιώσει...
ο έρωτας, το πάθος, η τρέλλα δεν έχουν φύση τελολογική... υπάρχουν γιατί είναι εκ φύσεως ανεκπλήρωτα... υπέρ του δέοντος δυναμικά για τον άνθρωπο....
δεν ζούνε πια ραψωδοί, ποιητές, λυροφέροντες περιπλανώμενοι με γλυκιά φωνή...
η γοητεία του αδάμαστου, τρελλού, μοναχικού καταρρίπτεται, χάνεται σαν πομφόλυξ στον αέρα μπροστά στη αδάμαστη παρουσία του καθημερινού... του συνεπούς.. του παρόντος...
διάβαζε, τραγούδησε, γράψε για τον έρωτα όπως τον φαντάζεσαι.. ζήσε τον αλλιώς... όπως ΕΙΣΑΙ... όπως...ΖΕΙΣ..
Δημοσίευση σχολίου