Τα μηχανήματα βούιζαν σαν τρελά, κάνοντας το κεφάλι της να πονάει. Εκατομμύρια ηλεκτρονικοί ψίθυροι ανά δευτερόλεπτο την περιέβαλαν, μέχρι που δεν άντεχε πια. Απηυδισμένη βγήκε έξω από το δωμάτιο και ήπιε μια γουλιά νερό από το μπουκάλι που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Με τα δάχτυλά της χάιδεψε απαλά το μέτωπό της, προσπαθώντας να διώξει τον πόνο. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα ότι σύντομα θα έπρεπε να επιστρέψει στο σωρό από τα μηχανήματα που στοιβάζονταν στο δωματιάκι. Κι όμως έπρεπε να το κάνει...
Η Ίρμα αναλογίστηκε πόσες φορές στη ζωή της αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αναλωθεί σε πράγματα που της προκαλούσαν πόνο, φόβο ή απέχθεια. Θυμήθηκε πως όταν ήταν παιδί-ένα κοντόσωμο καχεκτικό και μονίμως χλωμό κορίτσι-αρρώσταινε συχνά με τα πρώτα κρύα του χειμώνα. Η μητέρα της της μαγείρευε πάντοτε μια συνταγή που-μάλλον αυθαίρετα-ονόμαζε σούπα κοτόπουλο: υφάλμυρο παρασκεύασμα με περισσό νερό, κομμάτια λάχανο και σχεδόν ανύπαρκτο κρέας. Από εκείνο το σημείο όλα τα παρελκόμενα συνέβαιναν αλυσιδωτά: η Ίρμα δεν ακουμπούσε τη «σούπα» και η τιμωρία της γι' αυτή την επαναστατική αντιμετώπιση-το βέτο απέναντι στις μαγειρικές ικανότητες της μαμάς-ήταν μια γενναία κουταλιά από ένα πηχτό ακαθόριστου χρώματος σιρόπι για το βήχα που ο ξάδερφός της-μεγαλύτερος αυτός-κοροϊδευτικά αποκαλούσε «επεξεργασμένη σαύρα».
Ο Γιόχαν, ο ξάδερφος, τις μέρες που η Ίρμα ήταν στο κρεβάτι με γρίπη, την επισκεπτόταν κάθε μεσημέρι: όχι για να της φέρει μπισκότα βουτύρου-όπως η θεία της Ίρμα και μητέρα του-αλλά για να είναι παρών τη στιγμή της κατάποσης, αποκτώντας, ως αυτόπτης μάρτυρας, το δικαίωμα κοινωνικού σχολιασμού πάνω στο μορφασμό αηδίας που διαδεχόταν την «τιμωρίας της σαύρας». Όμως η ζωή, που δε λησμονεί-όπως έλεγε και η θεία-τα έφερε έτσι ώστε ένα χειμώνα ο γιατρός διέγνωσε στο Γιόχαν φαρυγγίτιδα κι απ' όλα τα σιρόπια του κόσμου του συνέστησαν τη γνωστή θεραπεία του ερπετού και μάλιστα σε τριπλή δόση: πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Έτσι άδοξα είχε λήξει τότε για το Γιόχαν η περίοδος χλευασμού και συμπτωματικά εκείνος ο χειμώνας ήταν και ο τελευταίος που η Ίρμα είχε αρρωστήσει...
Τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, μόνο η χλομάδα στο πρόσωπο έμενε να θυμίζει εκείνο το υποτονικό και λιγομίλητο ζουζούνι που αρρώσταινε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Τριάντα χρόνια χαραγμένα στο πρόσωπό της, μία καμπύλη για κάθε Σεπτέμβριο. Όλα είχαν αλλάξει πια, είχε μεγαλώσει, είχε αφιερωθεί στο επάγγελμά της και μόνο μία αλήθεια παρέμενε: το μόνο απόλυτο στοιχείο της ζωής ήταν ο χρόνος...
Έτσι, απόλυτα και ανεπιστρεπτί, μόλις είχε τελειώσει και το διάλειμμα: έπρεπε να επιστρέψει στο δωμάτιο, να αποβάλλει τις κακές σκέψεις, να εργαστεί και να δημιουργήσει, να δημιουργηθεί κι εκείνη μέσα από τη δουλειά της και να καταπλήξει, να πουληθεί ακριβά και να αποδώσει ψίχουλα, να είναι όμως ένα έργο τέχνης που να μην περιέχει ίχνος φρίκης: να είναι συμμετρικά τέλειο και απόλυτα κομψό. Κι ακόμα κι αν θα είχε βγει από τα χέρια της, ποτέ δε θα της ανήκε: τι ειρωνεία...Ήπιε ακόμα μια γουλιά νερό: έχει πάντα απάνθρωπες θερμοκρασίες μέσα στα εργαστήρια.
Οι χειμώνες στο Κάρλοβυ Βάρυ διαδέχονταν τους χειμώνες. Τόσα χρόνια κλεισμένη, δουλεύοντας στο δωματιάκι τα σχέδιά της πάνω στη μηχανή, κι ο ήλιος σα να έμενε μόνιμα από απουσίες. Έτσι ήταν, όμως, και στο Μπρνό: σα να γεμίζει ο ουρανός με πάγο όταν βρίσκεσαι βόρεια απ' τις Άλπεις. Ένα διαφορετικό πάγο, ένα παχύ στρώμα φτιαγμένο από πολλά «τίποτα» που μετατράπηκαν σε ένα φρικτό «κάτι» τόσο ασήμαντο και συνάμα αρκετό για να μη σπάει με κανένα ανθρώπινο μέσο.
Αυτό τον πάγο η Ίρμα τον σμίλευε κάθε μέρα με τη μηχανή της στο θορυβώδες δωματιάκι: άπειρα σχέδια, ευθείες, καμπύλες, βαθουλώματα, γεωμετρικά σχέδια, συμμετρικά κι ασύμμετρα. Ημιδιάφανα μοντέλα, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα, που όλα μαζί κομμάτι-κομμάτι συμπλήρωναν το κινέζικο πορτρέτο της δημιουργού: Αν ήταν φύλλο, τι φύλλο θα ήταν; Φύλλο ελιάς! Αν ήταν λουλούδι, τι λουλούδι θα ήταν; Γαρδένια, γαζία, τριαντάφυλλο! Αν ήταν κρύσταλλο, τι κρύσταλλο θα ήταν;
Όταν η Ίρμα έβαζε τον τροχό σε λειτουργία, όριζε τις παραμέτρους του ηλεκτρονικού μεγεθυντή της και ξεκινούσε την αποτύπωση του σχεδίου που είχε λεπτομερώς αναπτύξει στο μυαλό της, γνώριζε πως δεν ήταν η μόνη επάνω στη γη με αυτή την ασχολία. Δίπλα της ο Στέφεν, απ' το Ζλίν, δούλευε το δικό του κομμάτι ακούγοντας μουσική μέσα από ένα ζευγάρι ακουστικά. Απέναντί τους δύο ακόμα τροχοί, δύο ακόμα χειριστές, δύο ακόμα ανάγκες για έκφραση και δημιουργία, δύο ακόμα κακοπληρωμένοι υπάλληλοι, δύο ακόμα ειδικευμένοι τεχνίτες, δύο ακόμα καλλιτέχνες και πίσω από αυτούς-γιατί τα σημαντικά είναι συνήθως όσα δε φαίνονται με την πρώτη ματιά-δύο ακόμα οικογένειες που ζούσαν από αυτή τη σκληρή δουλειά που παράλληλα ήταν και τέχνη και που περίμεναν τη Χριστουγεννιάτικη κλήρωση των εργοδοτών μήπως κερδίσουν κανένα από τα πολύτιμα προϊόντα της επεξεργασίας.
Το απόγευμα άπλωνε καθημερινά την πάχνη του στα κρύα σοκάκια του Κάρλοβυ Βάρυ, η Ίρμα περπατούσε γοργά προς το σπίτι της, ένα υγρό ισόγειο κοντά στη δουλειά της-μην απομακρυνόμαστε πολύ κι από τον πάγο-σε μια υποβαθμισμένη μεριά της πόλης. Το άκουσμα του κλειδιού στην εξώπορτα έκανε ένα μικροκαμωμένο καχεκτικό αγγελούδι να τρέχει να την υποδεχθεί στην πόρτα. Η Ίρμα άνοιγε την αγκαλιά της και η μικρή ζεστή ανάσα χανόταν στο στέρνο της. Οι σκέψεις, ο πάγος, το πορτρέτο, τα σχέδια, όλα έχαναν τη σημασία τους όταν η Ίρμα έμπαινε στην κουζίνα του σπιτιού της για να μαγειρέψει τη ζεστή σούπα της ασθενικής Ζούλι: με πραγματικό κρέας, χωρίς λάχανο αυτή τη φορά.
Καμιά φορά η Ζούλι την κοιτούσε όταν μαγείρευε, παρατηρούσε με προσοχή τις κινήσεις της, αποτύπωνε στο μυαλό της τις αναρίθμητες αμυχές στις παλάμες και τα δάχτυλα της μητέρας της και συχνά τη ρωτούσε γιατί τα χέρια της έχουν τόσες πληγές. Η Ίρμα της έβαζε, τότε, να καθίσει στην καρέκλα της κουζίνας και, καθώς μαγείρευε, της αφηγούταν πώς πέρασε την ημέρα της στη δουλειά, τι σχέδια σμίλεψε και πόσα ακόμα σχέδια μένουν για να τελειώσει την κάθε παρτίδα. Το παραμύθι τελείωνε πάντα με μια μελαγχολική αναφορά στα περασμένα Χριστούγεννα, οπότε και η τύχη είχε χαμογελάσει για πρώτη φορά στην Ίρμα και την κόρη της, χαρίζοντάς τους στην κλήρωση των εργοδοτών ένα υπέροχα σκαλισμένο ποτήρι από κρύσταλλο Βοημίας που κοσμούσε το μισοσαπισμένο ντουλάπι της κουζίνας και έβλεπε το φως της ημέρας μοναχά της ώρα του δείπνου: όταν η Ίρμα το τοποθετούσε στη μέση του τραπεζιού για να φάει με την κόρη της τη ζεστή σούπα κοτόπουλο. Ένα ποτήρι που οι δυο τους είχαν ομόφωνα αποφασίσει να μην πουλήσουν παρ' όλη την ανέχειά τους, για να τους θυμίζει εκείνα τα Χριστούγεννα του παρελθόντος και να τους δίνει ελπίδες για τις επόμενες γιορτές...
Οι επόμενες γιορτές βρήκαν το σπιτάκι της φτωχής γειτονιάς άδειο. Μια απρόσεκτη κίνηση στη μηχανή που σμιλεύει τα κρύσταλλα ήταν αρκετή για να καθηλώσει την Ίρμα για μήνες στο κέντρο υγείας. Τα θραύσματα του κρυστάλλου Βοημίας δε λυπήθηκαν ούτε τον κερατοειδή ούτε τους τένοντες: η μάχη με τον πάγο της στέρησε βίαια το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής της, τη δημιουργία. Ακόμη κι αν δε μπορούσε να γκρεμίσει τον τοίχο της, να αποδράσει από τη μιζέρια και τη φτώχεια της, ακόμη κι αν δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατό να σπάσει τα μούτρα του πατέρα της Ζούλι που τους παράτησε όταν ακόμα η Ίρμα ήταν έγκυος, η σκέψη και μόνο πως σμίλευε το κρύσταλλο, πως έδινε σχήμα στη φυλακή της δημιουργώντας τις δικές της εικόνες, ήταν αρκετή για να της δώσει τη δύναμη που χρειαζόταν για να σηκωθεί το πρωί από το κρεβάτι.
Η Ζούλι, μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερη, έμενε όλη την ημέρα δίπλα στη μητέρα της στο νοσοκομείο μα δεν της μιλούσε, μόνο της χάιδευε το χέρι δακρυσμένη. Ένιωθε ενοχές: πίστευε πως εκείνη έφταιγε για την κατάσταση της, πως της στέρησε την τύχη της σπάζοντας εκείνο το πολύτιμο σα φυλακτό κρυστάλλινο ποτήρι την παραμονή των Χριστουγέννων. Ένα από εκείνα τα κρύα βράδια της Τσεχίας δεν άντεξε, της ψιθύρισε αποκαρδιωμένη:
- Μαμά μου...θα με συγχωρέσεις ποτέ που έσπασα το ποτήρι μας που ήταν τόσο όμορφο;
- Μη μου στενοχωριέσαι αγάπη μου, αύριο θα σου χαράξω εγώ ένα άλλο, πιο ωραίο ακόμα!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου