Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Η σελίδα δεκαέξι

«Πού να’ σαι...» Η γνωστή ερώτηση που μου θέτουν λαίμαργα οι σελίδες, τη στιγμή που ανοίγω το τετράδιο με τις χίλιες υποθέσεις. Ένα παλιό σχολικό τετράδιο που πάντα βρίσκω τέρατα ανάκατα με ζαλισμένα λάθη.

Διαβάζω ξανά τις παλιές εικόνες. Το βλέμμα μου περνάει με ταχύτητα πάνω απ’ τη μελάνη κι η σκέψη μου διαχέεται στο παρελθόν...

Όλα έμοιαζαν ευχάριστα τότε, όταν οι δυο - παιδιά αφημένα στη ζάλη μιας νέας αρχής σε μια στιγμή που τα σφάλματα δεν είχαν σημασία κι εύκολα τα έσβηνες με μια λυκειακή γομολάστιχα - «συναντηθήκαμε».
Ήταν η νύχτα που ερωτεύτηκα τις λέξεις σου κι ήταν η νύχτα που ολοκληρώθηκαν οι δικές μου. Έτσι με είχες συνεπάρει και σ’ αποζήτησα ξανά και ξανά. Και σε έβρισκα παντού, ακόμα και χωρίς να το θέλω: γλυκές, τρυφερές, καλυμμένες, ρομαντικές, αλλόκοσμες, παραμυθένιες, χιλιάδες, εκατομμύρια λέξεις! 

Λέξεις για τη ζωή, τη μουσική, το μέλλον, τα σχέδια, τα όνειρα, τις επιθυμίες. Λέξεις ανυπόστατες, λέξεις υποτακτικές της παθιασμένης αποτυχίας, λέξεις στο πουθενά και πουθενά το βλέμμα πίσω από αυτές..
Σε μια στιγμή αδυναμίας σου είχα πει χωρίς να σου μιλώ πως σ’ αγαπούσα - με τρόπο απόλυτο - πώς σου έδινα την ψυχή μου - καθολικά, αποκλειστικά - πως περίμενα για πάντα....Αυτή τη στιγμή συνέχισα να ζω για χρόνια κι είμαι δεμένη μέσα της χωρίς να το έχω επιλέξει...

Κι εσύ εκεί, «χαμένος μέσα στο όνειρο που γίνεται εφιάλτης». Ένα μικρό πλάσμα που ζει σε μυστικιστική σιωπή που το οδηγεί μόνιμα σε αδιέξοδα και σε μέρες πανικού. Μια σκιά που αφήνει τη φωνή της ν’ ακουστεί μουδιασμένα πανικόβλητη αφού ζήσει στην απόλυτη καταδίκη για μέρες, για μήνες...

Πού να’ σαι αναρωτιέμαι ξανά γυρνώντας τις σελίδες οι οποίες σχεδόν νωχελικά σωπαίνουν καθώς βυθίζομαι στις σκέψεις μου...

Κι αφού δεν ικανοποιούμαι με λίγες μνήμες, σε ζητώ με ζήλο στις παλιές συνομιλίες, στα σκονισμένα ποιήματα και στις δανεικές σκέψεις. Χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν δύο ψηφιακοί άνθρωποι, που θα μπορούσαν να έχουν αγαπηθεί πραγματικά τόσο πολύ, να επιλέγουν ή να αποδέχονται ή να συμβιβάζονται ή να προσπαθούν να ζουν τόσο χωριστά.

 Ανάμεσα στα ερωτηματικά βρήκα κι έναν παγωμένο σελιδοδείκτη καρφωμένο στις αρχές του Ιούλη κι αποφάσισα - για να βάλω σε τάξη ακόμα και τις στιγμές που δείχνω αδυναμία κι αναζητώ εκ νέου το παλιό τετράδιο - να του δώσω ένα όνομα, ένα χαρακτηρισμό. Μετά από κόπο καταλήγω πως είναι σα να προσπαθώ να αποδώσω τίτλο ευγενείας σε ένα άστρο. Σα να προσπαθώ να μαθηματικοποιήσω τη γεύση. Σα να λύνω μια διαφορική εξίσωση με ένα πινέλο.

Απογοητευμένα συνεχίζω – μόνη όπως πάντα κι όσο ποτέ – να κρύβω καλύτερα τα τετράδιά μου. Κι όπως εσύ καμιά φορά εκστασιάζεσαι απ’ την πίεση της σιωπής και αποφασίζεις – κατά λάθος – να μιλήσεις, έτσι κι εγώ θα ξεσκονίζω το τετράδιο της θλίψης μου στη σελίδα δεκαέξι και θα θυμάμαι πως, παρ’ ότι έκανα ότι μπορούσα για να το ζήσω, κατέληξα μοναχά να γράφω γι’ αυτό...

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου