Σου στέλνω ολόχρυση
τη Γηραιά μου Δυστοκία,
μήπως γλυκάνεις μ’ Αλφαχόρ
τις ζώνες της Αυτονομίας σου.
Πώς να τη σώσω, πια, κι εγώ,
έτσι ταλαίπωρη που δέρνεται
- πότε σε τσέπες, πότε σ’ ερμάρια -
μήπως και τέξει μια σχισμή;
Κι είναι κι η λίστα Αναρχίας,
σε πάπυρο ελιάς σωτήριο.
Χάρη σ’ αυτόν έγινες μνεία:
έλαβες ύδωρ∙ απέθνησκες «Λέον».
Τι κι αν σε θαύμασα ευλαβικά,
θωρώντας τους κατάματα.
Στην καύση του δένδρου της σοφίας,
ανέγγιχτη θα μείνει η ρίζα του κακού.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου