Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και χύθηκα με μιας στο
πεζοδρόμιο. Χωρίς καν τη σύνεση να προδηλώσω τις σκέψεις μου πριν τις αδειάσω στην
άσφαλτο. Δίχως πρόθεση –ή έστω την ευγένεια– να εναποθέσω τις δικαιολογίες μου σ’ έναν αχνό αποχαιρετισμό.
Βουβά και εκστατικά, απαρνήθηκα το παρόν μου για να αφεθώ σε όλα όσα κρύβονταν για
καιρό πέρα απ’ το μπαλκόνι. Κι η νύχτα ολόφωτη να με γεμίζει τύψεις, ανέκφραστη
και απρόθυμη να συναινέσει στη φυγή μου. Και οι βατσουνιές διαβάτες που μοσχοβολούσαν
της βροχής τα απόνερα, σαν ανθοστήλες ηδονής που μόλις τις είχαν χύσει.
Άδειασα το νου από κάθε περιττό. Αφοσιώθηκα στο ολόγιομο
φεγγάρι της στιγμής –όχι αυτό που με φώτιζε, μα εκείνο που ποθούσα– και συνέχισα να
περπατώ με το κεφάλι προς τα άνω, απόλυτα παραδομένη στην ακατάσχετη επιθυμία μου
ν’ αφομοιώσω τον εαυτό μου πριν εκδοθώ. Μα ο κόσμος είναι απρόβλεπτος και η
φύση του μισότρελη: δε θα υποτάσσονταν αμαχητί στα σχέδια μιας ονειροπαρμένης
που μόλις είχε διαπράξει την υπέρτατη ύβρη της εγκατάλειψης παντός επιστητού
για τις προσωπικές της βλέψεις. Κι έτσι ξεκίνησε να ψιχαλίζει…
Οι στάλες μούσκευαν τα λιωμένα πλακόστρωτα αποφεύγοντάς με περίτεχνα· σαν εγγλέζοι Λόρδοι, προσπερνούσαν το σώμα μου κατ’ εξακολούθηση
ζητώντας μου ταπεινές –πλην βουβές– τυπικές συγγνώμες για κάθε άγγιγμα που μου
στερούσαν. Μα, πώς τολμούν και μ’ αγνοούν τόσο επιδεικτικά; Εμένα, που με την
παρουσία μου τους έκανα το πιο σπουδαίο δώρο, απομακρύνοντάς για λίγο τη βαρετή
και μίζερη επαναληψιμότητα του μουντού δρόμου. Όχι, δε θα το επέτρεπα! Θα τις
κορόιδευα! Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να τις φυλακίσω.
Σαν άλλη Ελένη, απελευθερωμένη πια απ’ τον ξαφνικό μου έρωτα,
έβγαλα απ’ την τσέπη μου το πιο ασήμαντο, αδιάφορο και συνηθισμένο μπουκαλάκι
που θα μπορούσε να δομηθεί. Αφαίρεσα το στρογγυλό μπλε καπάκι του και το
έτεινα αίφνης προς τον ολόγκριζο ουρανό γλυκερά· σχεδόν παρακλητικά:
«Αφού, λοιπόν, δεν με ορέγεστε αρκετά ώστε να μ’ αγγίξετε, έχω μια καλύτερη –και πιο ασφαλή για εσάς– ιδέα: τι θα λέγατε για ετούτο το υπέροχο δοχείο;»
«Αφού, λοιπόν, δεν με ορέγεστε αρκετά ώστε να μ’ αγγίξετε, έχω μια καλύτερη –και πιο ασφαλή για εσάς– ιδέα: τι θα λέγατε για ετούτο το υπέροχο δοχείο;»
Τα δευτερόλεπτα της αναμονής κινδύνεψαν να αποβούν μοιραία
για την αυτοπεποίθησή μου. Σα να με απέρριπταν οι πάντες, και δη εις διπλούν: λες
και δεν άξιζε συμπαντικής προσοχής οτιδήποτε αποτελούσε έστω και αμυδρή προέκταση
του εαυτού μου. Προτού, όμως, προλάβω να εκφραστώ παραπονούμενη, οι πρώτες
σταγόνες άρχισαν να περιλούζουν το μπουκαλάκι. Μερικές αποτόλμησαν να
γλιστρήσουν στην εσωτερική απ’ το στόμιο. Στην αρχή μια-δυο, μετά τρεις, πέντε,
εννέα και πριν το καταλάβω, το αδιάφορο δοχείο μου είχε γεμίσει σχεδόν ως τα
μέσα με νοήματα. Μειδίασα και κοίταξα τριγύρω πονηρά.
Έφερα το στόμιο κοντά στα χείλη μου και το μύρισα αισθαντικά: Πόσο πιο
υγρό απ’ το απόλυτα ρευστό; Πόσο πιο ρευστό απ’ το απόλυτα αβέβαιο; Παρατήρησα τις
σταγόνες με την ανυπομονησία ενός ερευνητή. Τις κοιτούσα προσεκτικά καθώς κινούνταν αδιάκοπα και
πανικόβλητα. Τις είδα να φλέγονται από καταπίεση: αιωρήματα, σκόνες, το γκρι και το καφέ, το άχρωμο, το
άοσμο, το τι και το ε. Όλες τους, μία προς μία, εγκατέλειψαν το απέραντο του ουρανού τους για την
άκομψη χάρη μου: μια καλοστημένη παγίδα που τις οδήγησε να αναμειχθούν για πάντα με το
πεπερασμένο μου κενό. Μπρός στο μεγαλείο της θυσίας τους για χάρη της ασήμαντης φύσης μου,
τις λυπήθηκα. Τις εκτίμησα. Χρόνια αργότερα, τις θαύμασα. Δεν αποτόλμησα, όμως, να τις
ελευθερώσω...
Έκτοτε, λοιπόν, ατέρμονα τιμώμενες, οι στάλες αυτές καταλαμβάνουν περίοπτη
θέση στο ράφι των αμαρτιών. Τόσο περίοπτη ώστε, όταν δεν ντρέπομαι υπερβολικά, στήνω
περίτεχνα την κουρτίνα με τρόπο ώστε να τις εναγκαλίσει το ηλιοφώς. Άγγελοι κι
αυτοί, εξόχως αποπλανημένοι, που δεν τους κοίταξα στιγμή καθώς ταιριάζανε δυναμικά
τις άκακες εσοχές τους στις χαοτικές μου προεξοχές, με πληρώνουν κάθε μέρα που περνά με
το ίδιο πάντα νόμισμα. Τι κι αν τηρώ ευλαβικά το δοχείο τους ωσάν τρόπαιο
της αποφράδας νύχτας: τα φτερά μου ράγισαν για πάντα.
Μόνο έτσι εξηγείται που με κερνούν λίθους οξείς κάθε που ο καιρός αλλάζει…
Μόνο έτσι εξηγείται που με κερνούν λίθους οξείς κάθε που ο καιρός αλλάζει…
2 comments:
Η πένα σου είναι τόσο δυνατή που θα σου συνιστούσα να κρατήσεις αρχείο των αναρτήσεων και να δούμε πότε και πώς θα τις εκδώσουμε σε βιβλίο. Μου αρέσει το στύλ γραφής σου, είναι πολύ λυρικό...
Σ' ευχαριστώ πάρα (μα πάρα) πολύ που με διάβασες, αλλά και για τα καλά σου λόγια!
Δημοσίευση σχολίου