Θα κάνω μαζί σου την εξής συμφωνία: κάθε φορά που θα μου
δίνεις κάτι που θα θέλω, θα σου επιστρέφω κάτι που δε θα επιθυμείς. Τότε και
μόνο τότε, και εγώ θα έχω ικανοποιήσει τη δίψα μου για αποδοχή, και εσύ δε θα έχεις
παρεκκλίνει από τη μαζοχιστική σου συνήθεια να υποφέρεις.
Θα δομήσω, σήμερα κιόλας, τους όρους του συμφωνητικού μας: δε
θα λερώσω, όμως, το φουστάνι μου με δαύτους. Σαν Αλ Μουχίζ του εικοστού πρώτου
αιώνα, θα βουτήξω την παλαιολιθική μου πένα στο γαλαζωπό μελάνι της αεροβασίας,
επικυρώνοντας ανάλαφρα τη σχιζοφρένεια.
Τι κι αν δε σου ζητώ όσα μου προσφέρεις. Τι κι αν στοιβάζεις
στα πιο ψηλά ράφια του μυαλού σου όσα χρωματίζουν το «κάθε-μέρα» μου. Εδώ δε χωρούν
συναισθηματισμοί. Πουθενά δε χωρούν συναισθηματισμοί: είναι Σύμβαση, σου λέω!
Έ γ γ ρ α φ ο ν !
Έ γ γ ρ α φ ο ν !
Τι κι αν δε διεκδικείς όσα επιθυμείς. Τι κι αν απλόχερα προτίθεσαι
και διατίθεσαι, επιτυγχάνοντας, ωσάν Καρυάτις με υποκάμισο, να ψιθυρίζεις σωστές τις
λέξεις σε λάθος αυτιά. Εδώ ομιλεί το σφαιρίδιο της λογικής. Τα πάντα επαφίενται
στο λογικόν του πράγματος: είναι Σύμβαση, σου λέω!
Έ γ γ ρ α φ ο ν !
Έ γ γ ρ α φ ο ν !
Κι όσο στάζει το μελάνι περιμένοντας αχόρταγα τη στιγμή που
θ’ αφήσει το στίγμα του στο Άγραφο , προβάλλεται μπροστά μου ολοζώντανο το Όραμα:
Καλοταϊσμένη και Ολόχρυση Εγώ, σα σύγχρονο Βόδι των Σοδόμων, να παραπαίω μπροστά σε
μια χιονοστιβάδα καλών προθέσεων, την ώρα που με βρίσκει ο Αρμαγεδδών.
Σε μια στιγμή παροξυσμού και με θολό το βλέμμα, πίνω το
μελάνι (γλυκιά η γεύση της προδοσίας). Απεταξάμην τον αυτοπρόσωπο Κιοτή. Με οδηγό
το Χρόνο, γεμάτη η πλάτη Μνήμες, Μάτια και Αυτιά ορθάνοιχτα, Καρδιά δοτική, βγαίνω
στο Δρόμο.
Μη μου προτείνεις δοσίματα: πάρε ότι έχω να σου δώσω. Ο
δρόμος πάντα θα είναι μακρύς, τα τακούνια πάντα θα στενεύουν, τα μαλλιά ολότρελα
θα μπλέκονται με τον άνεμο. Πρέπει να σωπαίνουμε κι εμείς, όταν τόσα έχουμε να
πούμε;
Εχθρός, να ξέρεις, δεν είναι η απώλεια. Εχθρός είναι η
έλλειψη. Συναισθημάτων.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου