Αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα, με λίγη τύχη και αρκετό κόπο ίσως και να είχε κερδίσει την πολυπόθητη για την εποχή υστεροφημία. Όμως, στην περίπτωσή του, το «Τζαν» αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Έτσι, τον τοποθέτησε ευσπλαχνικά σ' ένα ισόγειο στο Παγκράτι, με λίγο φως και πολλή ησυχία, σε καιρούς που η φήμη κάνει τόσο κακό όσο και το χρήμα, αν δεν ξέρεις τα μυστικά της σωστής διαχείρισης.
«Το όνομά του ήταν ψιλά γράμματα που έφταναν για τη μισή γραμμή της αριστερής στήλης της μιας πλευράς ενός από τα 800 φύλλα του τηλεφωνικού καταλόγου. Όταν όμως συγκεντρωνόταν στα όνειρά του, κατέληγε πάντα στο συμπέρασμα πως με πρόχειρους υπολογισμούς δε θα του έφτανε μια ζωή για να τα δει να πραγματοποιούνται. Πολύ λίγος χρόνος για τόσα πολλά πράγματα, εκτός κι αν το Τζαν - στην τόση ευσπλαχνία του - έκανε μία ακόμα καλή πράξη να τον πιστώσει με το αναγκαίο χρονικό περιθώριο».
Δεν ήταν πάντα μόνος. Υπήρχαν περίοδοι που περιστοιχιζόταν από διάφορες παρέες. Αστείες παρέες και φασαριόζες παρέες από μοντέρνες γυναίκες και σοφιστικέ άνδρες, που όμως όσο το καλοκαίρι συμμάζευε τα πολύβουα μπιχλιμπίδια του αρχίζοντας την κάθοδο προς το άλλο ημισφαίριο, τόσο περισσότερο γλιστρούσαν απ' τα χέρια του κι εκείνος, απλά, ποτέ δεν έκλεισε τη χούφτα του να συγκρατήσει τα απομεινάρια. Άλλωστε, σε ποιόν αρέσουν τα απομεινάρια...
«Συχνά σκεφτόταν πως ζούμε στον αιώνα της αέναης μεταστροφής των ανθρώπινων αναγκών, με την ταχύτητα που αλλάζουν οι σηματοδότες από το πράσινο στο πορτοκαλί και τελικά στο κόκκινο. Έτσι, του αρκούσε να δικαιολογεί τη μοναξιά του με τα φροϋδικά κριτήρια της ανθρώπινης στενοκεφαλιάς, που ψάχνει τη λύση στο πρόβλημα που ταλανίζει τον εσωτερικό του κόσμο εξωτερικεύοντάς το σε λάθος τόπο και χρόνο και ακατάλληλους ανθρώπους».
Δεν ήταν ο άνθρωπος που έφταιγε. Γιατί για να φταις πρέπει να έχεις πράξει. Κι εκείνος τρόμαζε τόσο στη σκέψη της διατάραξης της συμπαντικής αρμονίας - το λένε οι ειδικοί πως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έχει σημαντικές επιδράσεις στον περιβάλλοντα χώρο - που αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να τα έχει καλά με τη γήινη συνείδησή του είναι να περιορίσει τον εαυτό του στη διαδρομή γραφείο - πολυθρόνα, με σύντομες στάσεις στα ενδιάμεσα σημεία. Βέβαια, οι ειδικοί αναφέρονταν στο τσιγάρο που με την πρώτη ευκαιρία έλιωνε με μανία στο πεζοδρόμιο, όμως αυτό προς το παρόν είναι έξω από τα όρια της αντίληψής του. Έτσι, πίσω από την απάθεια, κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της επιτυχημένης συνταγής με γενικό τίτλο «Πώς να γίνεις ευτυχισμένος με το τίποτα και άλλες διατάξεις».
«Η ζωή του δεν άξιζε να γίνει βιβλίο: ποιος να εκδώσει την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν κάνει παρά μοναχικές οικόσιτες διαδρομές σε ένα σπίτι που δεν είναι κατοικίδιο και σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για ν' αρπάξουν την ευτυχία από τα μαλλιά; Αυτός ήταν ο λόγος που οι ζωές των άλλων είχαν για εκείνον περισσότερο ενδιαφέρον!»
Δε ζούσε πάντα έτσι. Κάποτε ακολουθούσε πιστά τα χνάρια μιας συμβατικής ζωής δίπλα σε αναμαλλιασμένες γυναίκες καθισμένες σε σκουριασμένες στάσεις λεωφορείων και όρθιους γυαλιστερούς δερμάτινους χαρτοφύλακες σε βαγόνια του μετρό. Και παρ' ότι οι σκουριασμένες στάσεις ακόμα περιμένουν τις αναμαλλιασμένες γυναίκες και τα βαγόνια του μετρό δε θα ήταν ποτέ πια τα ίδια χωρίς τους όρθιους χαρτοφύλακες, εκείνος απέσυρε μια μέρα νωχελικά τα όνειρά του από την πανανθρώπινη πραγματικότητα, διατηρώντας τα εσώκλειστα στο ισόγειο του μυαλού του και αποτυπώνοντας στο χαρτί εικόνες από τη ζωή στον έξω κόσμο.
«Συχνά ένιωθε σκιές του παρελθόντος και μελλοντικές ελπίδες να ξεπετάγονται ανάκατες μέσα από τα γραπτά του, να τριγυρίζουν γύρω από το γραφείο, να πειράζουν το Mon Blanc του, να ψαχουλεύουν τα χαρτιά του, να βουίζουν στο μυαλό του, να τον κοιτούν απορημένα, σχεδόν χαμένα, να του ζητούν χωρίς να μιλούν, να αναγκάζουν χωρίς να απαιτούν».
Δε μιλούσε πολύ. Λίγο και μόνο αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Συχνά χανόταν σε ψεύτικα εκφραστικά διλήμματα και θυσίαζε το λυρισμό του στην προσπάθεια να δημιουργήσει κάτι που θα του εξασφαλίσει δέκα λεπτά παραπάνω στο γραφείο του εκδότη, πριν του επιστραφεί. Λίγα λεπτά αναμονής...η εγχείριση είχε πετύχει μα ο ασθενής χρειαζόταν ρετουσάρισμα! Κι αυτό το γραφείο...τι παράξενο...ποτέ δεν είχε σκόνη!
«Κάπου ανάμεσα στα υπό κατασκευή νοήματα του κεφαλαίου τρία, το φλιτζάνι γέμιζε μαγικά και η κρύα πορσελάνη συναντούσε καυτές τις φυσαλίδες του καφέ, σ' ένα τρικ που τελείωνε μόνο μέχρις ότου η στάθμη φτάσει στα όρια του δοχείου: χιλιοστό παρακάτω!»
Δεν αποκαρδιωνόταν από τις επαναλήψεις, θα συνέχιζε πάση θυσία την ιερή σταυροφορία που ο ίδιος επέλεξε να ακολουθεί. Μια προσπάθεια που θα σταματούσε την ημέρα που η ιστορία του γερασμένου ανθρώπου που ζούσε μόνος στο σπίτι του, θα άλλαζε τη ζωή του γερασμένου ανθρώπου που ένιωθε μόνος στο σπίτι του. Κι όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του «Τζαν»...που οι ειδικοί αποκαλούν απλώς...υπερπροστατευτική μητέρα!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου