Πέμπτη 11 Αυγούστου 2005

Οι γαρδένιες του στρατηγού

Την κοιτούσες για ώρα, προσεκτικά κρυμμένος πίσω από τη σκούρα κουρτίνα του δωματίου σου, με το μυαλό άδειο από σκέψεις και το βλέμμα υποδουλωμένα ονειροπόλο. Τη χάζευες και σκεφτόσουν πως το δρομολόγιό της ήταν τακτικό και επαναλαμβανόμενο. Την απολάμβανες να φωτίζει τη γειτονιά κάθε μέρα, την ίδια ώρα, από το ίδιο δωμάτιο, πίσω από τη γνωστή κουρτίνα κι η αφοσίωσή σου στην παρατήρηση της μορφής της ήταν τόσο σταθερή και συνεχής όσο και ο χρόνος.

Κάθε πρωί διέσχιζε το δρόμο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο και χαιρετούσε τους γείτονες. Μιλούσε για αρκετή ώρα με την παχουλή κυρία που έχει το περίπτερο κι ύστερα συνέχιζε να περπατά κατά μήκος του πεζοδρομίου. Η ίδια διαδρομή. Κάθε μέρα, χειμώνα - καλοκαίρι. Χρόνια ολόκληρα.

Πάντα ευδιάθετη, μ' αυτή τη γλυκιά ομορφιά που στην αρχή φαίνεται αέρινη και αθώα, μα που αν την προσέξεις καλύτερα συνειδητοποιείς πως έχει τέτοια δύναμη ώστε ξυπνά μυστικά και ήσυχα μία-μία ακόμα και τις πιο απόκρυφες αισθήσεις του μυαλού και του σώματός σου. Μια ομορφιά που κάνει τις άμυνές σου να σωριάζονται σα σειρές από πούλια του ντόμινο. Μια μυστηριώδης γλύκα που δεν τη διακρίνουν όλοι εξίσου, μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, μια ονειρική αύρα...

Χαμογελούσε πονηρά στον πιτσιρικά που σκάλιζε τις βιολέτες του πάρκου, μιλούσε ευγενικά στο φύλακα του πάρκου που κυνηγούσε να συμμαζέψει τον πιτσιρικά που σκάλιζε τις βιολέτες, απέφευγε διακριτικά τη μητέρα του πιτσιρικά που τα έβαζε με το φύλακα που ξεσυνοριζόταν «μωρό παιδί» κι έφτανε έξω από την αυλή του στρατηγού. Κοιτούσε προσεκτικά προς το εσωτερικό της αυλής - ο στρατηγός έχει έναν υπέροχο κήπο που τον περιποιείται καθημερινώς και ανυπερθέτως - έκοβε στα κλεφτά μια γαρδένια από τη γλάστρα, τη μύριζε και την κρατούσε συνεχίζοντας τη διαδρομή της. Ολοκληρώνοντας την πορεία της έστριβε στη γωνία κι η παρουσία της χανόταν από τα μάτια σου.

Κάθε φορά που έφευγε, η γειτονιά έδειχνε άδεια και μίζερη. Σα να έκλειναν μονομιάς όλα τα καταστήματα του δρόμου. Σα να σκοτείνιαζε ο ουρανός και να νέκρωνε ο τόπος. Σα να τελείωναν οι βιολέτες για τον πιτσιρικά, ή να εμφανίζονταν χίλια πιτσιρίκια - με τις μαμάδες τους - για το φύλακα του πάρκου. Το αχνό χαμόγελο που σχηματιζόταν ασυναίσθητα, με την έλευσή της, στο πρόσωπό σου, χανόταν απότομα με την εξαφάνισή της κι εσύ άφηνες την κουρτίνα καλύψει εκ νέου το παράθυρο εμποδίζοντας το μουντό φως που προσπαθούσε μάταια να χρωματίσει το γκρίζο δωμάτιό σου. Χανόταν εκείνη κι απλά οι ώρες περνούσαν χωρίς νόημα. Καταπιανόσουν με χίλιες δύο ψυχικά ανούσιες και σωματικά φθοροποιές διεργασίες, με μοναδικό σκοπό να φτάσει η επόμενη μέρα...

Η επόμενη μέρα έφτανε πάντα, όμως σου φαινόταν πως κάθε φορά αργούσε όλο και περισσότερο. Λες και ο χρόνος έκανε εκπτώσεις από τη συνέχεια και τη σταθερότητά του μόνο για σένα. Σαν η γειτονιά να συνωμοτούσε στη διατήρηση της μουντάδας του δωματίου σου. Έκανες υπομονή και δε σκεφτόσουν παρά μόνο εκείνη. Και περίμενες. Περίμενες να έρθει η επόμενη μέρα...

Ένα βράδυ, λοιπόν, από κείνα που δεν έχουν φεγγάρι και η πλάση ζει στο απόλυτο φυσικό σκότος, δε μπορούσες να κοιμηθείς. Κοιτούσες μελαγχολικά το ταβάνι με τα χέρια διπλωμένα πίσω από τον αυχένα, τα μάτια ορθάνοιχτα και τη σκέψη ανήσυχη. Ποτέ δεν κοιτούσες έξω από το παράθυρο πριν ξημερώσει. Το σκοτάδι σε φόβιζε. Έκανε το δέρμα σου να ανατριχιάζει και τους παλμούς της καρδιάς σου να πολλαπλασιάζονται. Αν κοιτούσες το πρωί ήξερες τι θα βρεις, όμως το βράδυ όλα ήταν άγνωστα...Τι θα γινόταν αν κοιτούσα;...Η σκέψη και μόνο της τόλμης που χρειαζόταν ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αρκετή για να σε ανασηκώσει από τα κρύα σκεπάσματά σου και να σε οδηγήσει μπρος στο καλυμμένο παράθυρο: ένα παράθυρο που δεν άνοιγε ποτέ...

Τα δάχτυλά σου άγγιξαν απαλά την κουρτίνα και την τράβηξαν προσεκτικά. Τα μάτια σου αντίκρισαν μια νέα εικόνα του έξω κόσμου. Ένα ανθρωπογενές φως. Ένα διαφορετικό φως. Άρχισες να παρατηρείς τη γειτονιά με μάτια ορθάνοιχτα, σαν πιτσιρίκι με τις παλάμες κολλημένες στη βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Το περίπτερο ήταν κλειστό, το πιτσιρίκι που δολοφονούσε τις βιολέτες του πάρκου έλειπε...Θα κοιμάται υπό το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς του...κι ένας νέος φύλακας είχε αντικαταστήσει το φύλακα του πρωινού...Το πάρκο έχει δύο φύλακες που αλλάζουν βάρδιες!...Όλα φαίνονταν ήσυχα στη γειτονιά, ασφαλή μέσα στη γαλήνη τους και όμορφα μέσα στην ασφάλειά τους. Τότε ήταν που συνέβη...

Από τη γωνιά του δρόμου που άλλοτε χανόταν γοργά, τώρα ξεπρόβαλλε η λαμπερή της φιγούρα...Μα, μπορεί να είναι εκείνη; Η θέρμη της κίνησής της ζέστανε το βλέμμα σου. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στη θέση της ταραγμένης έκφρασής σου...Είναι εκείνη!

Περπάτησε κατά μήκος του απέναντι πεζοδρομίου. Κρατούσε ακόμα τη γαρδένια που είχε κόψει από τη γλάστρα του στρατηγού. Του φάνηκε πως μύρισε όλο το στενό γαρδένια. Ή μήπως ήταν το άρωμά της; Εκείνη κοίταξε παρηγορητικά τον κοιμισμένο βραδινό φύλακα του πάρκου, έριξε μια γρήγορη ματιά στις κατεστραμμένες βιολέτες, διέσχισε γοργά το δρόμο και χάθηκε τόσο απρόσμενα όσο είχε εμφανιστεί. Η απόκρυφη λάμψη που είχε φωτίσει τη μικρή γειτονιά είχε αφήσει τη θέση της στην παλιά, καλή και ασφαλή ηρεμία. Όλα φαίνονταν ίδια, όμως κάτι είχε αλλάξει...

Άφησες απότομα την κουρτίνα να πέσει ξανά, καλύπτοντας το παράθυρο. Κοιτούσες σαστισμένος ίσια μπροστά σου. Ποτέ πριν δεν είχε πέσει στην αντίληψή σου πως ο διακαής σου πόθος περνούσε και τη νύχτα! Τότε ήταν που συνειδητοποίησες για πρώτη φορά ποια ήταν η επίδραση της κουρτίνας στο εσωτερικό του δωματίου σου: έκρυβε το φως! Το φως της μέρας. Τη λάμψη της νύχτας. Το δικό της φως...

Με μια απότομη, σχεδόν σπασμωδική, κίνηση τράβηξες την κουρτίνα με δύναμη προς τα κάτω. Οι οδηγοί έσπασαν, τα νήματα κόπηκαν, η κουρτίνα σωριάστηκε στο πάτωμα και μια διάχυτη λάμψη πλημμύρισε το δωμάτιο. Τόσο φως από μια βραδιά χωρίς φεγγάρι! Κι είναι ακόμα μεσάνυχτα!

Επέστρεψες στο κρεβάτι σου, ακούμπησες ξανά το κεφάλι σου στα διπλωμένα χέρια σου κι ακούμπησες στο ζεστό σου μαξιλάρι. Δεν κοιμήθηκες όμως, παρά βάλθηκες να παρατηρείς τις εικόνες που έρχονταν από το ακάλυπτο παράθυρο. Παρατήρησες για πρώτη φορά στη ζωή σου τον έξω κόσμο τη νύχτα: το στερέωμα, τα φύλλα των δέντρων του απέναντι πεζοδρομίου, τους γάτους που διέσχιζαν μυστηριωδώς τα σκοτεινά σημεία της γειτονιάς, τα έντομα που εξερευνούσαν το φως της λάμπας. Η αρχική ησυχία ήταν φαινομενική: το βράδυ ζει και αναπτύσσεται ένας διαφορετικός κόσμος. Αυτή η διαπίστωση ήταν που σε οδήγησε στη λήψη της απόφασης: Θα της μιλήσω...

Θα της τα έλεγες όλα. Όπως τα αισθανόσουν. Θα της έλεγες πως είχες περάσει όλα τα χρόνια της ζωής σου παρατηρώντας την από μακριά, κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου σου. Πως την έβλεπες μέρα με την ημέρα να μεγαλώνει και να διαμορφώνεται, παραμένοντας εξίσου όμορφη και επιβλητική. Θα της εκμυστηρευόσουν πως ζούσες και ανέπνεες μόνο και μόνο για τα λίγα δευτερόλεπτα που θα την έβλεπες ξανά. Πως όλη σου η ύπαρξη περιστοιχιζόταν από την υπέροχη γλυκιά γεύση που άφηνε στα χείλη σου το όνειρο του φιλιού της. Θα της εμπιστευόσουν τις απόκρυφες σκέψεις που ισοπέδωναν μυστικά τον ορθολογισμό σου. Θα της τα έλεγες όλα, την επόμενη κιόλας μέρα...

Εκείνη η βραδιά κράτησε όσο δύο νύχτες μαζί! Το μαύρο του ουρανού, όμως, δε μπορούσε παρά να παραχωρήσει τη θέση του στις πρώτες διεισδυτικές ακτίνες του ήλιου και ο βραδινός φύλακας δε γινόταν παρά να αντικατασταθεί από το γνωστό πρωινό φύλακα του πάρκου. Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη με μάτια πρησμένα από την αϋπνία, έριξες κρύο νερό στο πρόσωπό σου, έκανες ένα αναζωογονητικό μπάνιο, χτένισες τα μαλλιά σου, φόρεσες τα πιο καθαρά σου ρούχα και το πιο πλατύ σου χαμόγελο και κατέβηκες γοργά τις σκάλες. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκες μπροστά σε μια ανέλπιστη εικόνα: η γειτονιά ήταν πιο ζωντανή από ποτέ κι είχε πολύ περισσότερους ανθρώπους απ' όσους χωρούσαν απ' τη σχισμή της κουρτίνας μέσα από την οποία κοιτούσες!

Υπήρχε ένας κύριος που κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο με κουλούρια σε μιαν άκρη του δρόμου. Ο ίδιος κύριος τσακωνόταν με το φούρναρη της γειτονιάς επειδή δεν άλλαζε πόστο και του έπαιρνε την πελατεία. Υπήρχε ακόμα ένας καλωδιωμένος νεαρός που περπατούσε κουνώντας το κεφάλι του με ρυθμό, χωρίς όμως να σηκώνει το βλέμμα του από τις πλάκες του πεζοδρομίου. Η παχουλή κυρία είχε πάρει τη γνωστή της θέση στο περίπτερο, ο γνωστός πιτσιρικάς καραδοκούσε το φύλακα για να επιτεθεί ανελέητα στις βιολέτες του πάρκου, την ώρα που η μαμά του έβγαζε βόλτα το σκύλο της, ο οποίος άφηνε την υπογραφή του στις σπανιότατες ζέρμπερες του στρατηγού. Η γειτονιά ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που βούιζε δυνατά στ' αυτιά του, δίνοντας τροφή στα περιπλανητικά μάτια του...Πώς δεν τα είχα προσέξει ποτέ πριν όλ' αυτά;

Χαμογέλασες μπροστά στη γοητευτικά πολύπλοκη πληρότητα του σκηνικού και προχώρησες απομακρυνόμενος από την πόρτα του σπιτιού σου. Διέσχισες το δρόμο και ακολούθησες τη γνωστή διαδρομή που κάθε πρωί ακολουθούσε εκείνη. Περπάτησες κατά μήκος του πεζοδρομίου, συστήθηκες ευγενικά στην παχουλή κυρία του περιπτέρου...Μα, καλά, δεν ήξερε ότι μένω απέναντι;...Κάθισες στο παγκάκι του πάρκου χαμογελώντας στην πονηρή φυσιογνωμία του πιτσιρικά και περίμενες να εμφανιστεί. Από ώρα σε ώρα θα της μιλούσες! Καμία φράση δεν αρκούσε για να περιγράψει το συναίσθημα που σε είχε κυριεύσει!

Περίμενες όλη την ημέρα καθισμένος στο παγκάκι. Περίμενες υπομονετικά κι όμως τόσο ανυπόμονα ώσπου νύχτωσε. Η παχουλή κυρία έκλεινε σιγά σιγά το περίπτερό της, οι φύλακες του πάρκου άλλαζαν βάρδια, οι βιολέτες είχαν επιζήσει μετά από μια ακόμα τρομακτική επιδρομή του πιτσιρικά κι η γλάστρα του στρατηγού είχε όσες ακριβώς γαρδένιες είχες μετρήσει και την προηγούμενη μέρα: ούτε μία λιγότερη! Σκέφτηκες πώς ίσως έπρεπε απλά να περιμένεις ως τα μεσάνυχτα, μήπως περνούσε το βράδυ και αυτό ακριβώς έκανες. Ανέβηκες και στο δωμάτιο να φέρεις το παλτό σου γιατί είχε βάλει ψύχρα κι ήσουν ακόμα έξω...Μήπως πέρασε όταν πήγα να φέρω το παλτό μου;

Ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει ξανά, το κρύο βράδυ είχε χαθεί στον ορίζοντα κι εσύ είχες μείνει στο πάρκο περιμένοντας μάταια μία της εικόνα, μιαν υποψία από την αύρα της. Απογοητευμένος ανέβηκες στο σπίτι. Μπήκες αμίλητος στο δωμάτιό σου και κοίταξες τριγύρω. Το φως της ημέρας σε έκανε να συνειδητοποιήσεις πόσο πολύ είχες παραμελήσει το χώρο σου: σκόρπια βιβλία σ' ένα βρώμικο χαλί και άπλυτα ρούχα, ανακατεμένα με υπολείμματα από φαγητά και παλιούς δίσκους. Το χρώμα των τοίχων είχε ξεφλουδίσει και η υγρασία άφηνε μια απαράδεκτα αποκρουστική μυρωδιά στον αέρα του δωματίου. Μια εικόνα αποδιοργάνωσης και αποσύνθεσης. Κοιτάχτηκες ξανά στον καθρέφτη. Τα πιο καθαρά ρούχα που είχες ήταν φθαρμένα και τα παπούτσια σου ήταν λιωμένα από την υπερ-χρήση. Μια εικόνα απελπιστικής ανισορροπίας.

Θυμωμένος με τον εαυτό σου που άφησες το δωμάτιό σου να καταντήσει σε αυτά τα χάλια ξεκίνησες ασυναίσθητα να συμμαζεύεις τα σκορπισμένα βιβλία, να ξεχωρίζεις τα άπλυτα ρούχα, να απομακρύνεις τα υπολείμματα των φαγητών, να βάζεις τάξη στην αναρχία. Πέταξες τις παλιές σκισμένες κουρτίνες, έβαψες τους τοίχους, άλλαξες το χαλί, έπλυνες τα σεντόνια, αγόρασες καινούρια παπούτσια και ράφια για τα βιβλία και τους δίσκους σου και στο τέλος της προσπάθειάς ξάπλωσες αποκαμωμένος μα ικανοποιημένος στα καθαρά σου σεντόνια κι αποκοιμήθηκες αμέσως.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε γρήγορα. Κατέβηκες ξανά στο δρόμο με μόνη ελπίδα να τη δεις...Πάνε μέρες που έχει να φανεί...

Χρόνια μετά, κάποιο δευτερόλεπτο ανάμεσα στη δουλειά και το διάλειμμα για φαγητό, θυμήθηκες πως εκείνο το μυστηριώδες βράδυ που τόσο απρόσμενα είχε γεμίσει τον κόσμο σου με φως ήταν η τελευταία φορά που την είχες δει. Γυρνούσες στο σπίτι σου από το γραφείο ακολουθώντας τη διαδρομή της, μιλώντας στους ανθρώπους της - που είχαν γίνει πια και δικοί σου άνθρωποι.

Ζούσες ακόμα με το όνειρο της παρουσίας της. Πάντα την περίμενες κι ας μην περνούσε πια από τη γειτονιά. Μερικές φορές έπιασες τον εαυτό σου να πιστεύει πως δεν υπήρξε πραγματικά: πως ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας σου. Όμως ποτέ δεν είχες φαντασία, οπότε η εκδοχή αυτή απορρίφθηκε τάχιστα! Κουρτίνα δεν έβαλες ξανά στο παράθυρό σου και το δωμάτιο το κρατούσες πάντοτε τακτοποιημένο και καθαρό. Έβαλες τάξη και στις επιθυμίες σου κι η ζωντάνια της γειτονιάς καμιά φορά έδινε πνοή ακόμα και στο άμαθο χαμόγελό σου.

Κάθε μέρα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη κι όμως όλα έμεναν ίδια στη μικρή σου γειτονιά. Μόνο εκείνες οι γαρδένιες αυξάνονταν σε πλήθος κι ο στρατηγός διαρκώς τις μεταφύτευε σε μεγαλύτερες γλάστρες. Νόμιζες πως αυτά τα λευκά μυρωδάτα μπουμπούκια είχαν βάλει στόχο να σπάσουν τα κάγκελα της αυλής του στρατηγού και να ξεχυθούν στο δρόμο. Πως είχαν βαλθεί να πνίξουν τη γειτονιά με το άρωμά τους. Έλεγες πως περνούσε εκείνη μυστικά τα βράδια σε ανύποπτες στιγμές και τις έκανε να πολλαπλασιάζονται μ' ένα της χάδι. Όμως η γειτονιά έδειχνε να αντέχει στην πολιορκία της μυρωδιάς τους, ενώ εσύ κάθε βράδυ χανόσουν για κείνη και το πρωί ανασταινόσουν...πάλι για κείνη...

«...Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί,
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί!
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά,
αύριο βράδυ θα 'ναι αργά...
[1]
»


[1] Απόσπασμα από το τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη «Ο προσκυνητής», από τη δισκογραφική δουλειά του με γενικό τίτλο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή», (p) & © 2003 Mercury Music S.A. (Greece), A Universal Music Company.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου