Σιγή βασίλευε στον Κήπο. Το σκοτάδι είχε πέσει και μονάχα μικροί ήχοι ακούγονταν: το φτεροκόπημα ενός νυχτοπουλιού, καθώς πετούσε απ' το ένα κλαρί στο άλλο· τα ελαφριά βήματα των βασιλίσκων, που βγαίνανε από τα πέτρινα σιντριβάνια και χώνονταν στους θάμνους, παρατηρώντας τις σκιές με λαμπυρίζοντα, κιτρινωπά μάτια· το νιαούρισμα δύο ξαναμμένων γατών· το φύσημα του ανάλαφρου ανέμου, σα χάδι πάνω στις φυλλωσιές...
Οι δύο σκοτεινές φιγούρες βάδιζαν ξυπόλυτες, μην κάνοντας τον παραμικρό θόρυβο.
«Σελήνη, είσαι σίγουρη ότι αυτό είναι το σωστό μονοπάτι;»
«Ναι· μην ανησυχείς τόσο.»
Έκαναν το γύρω ενός σιντριβανιού, προσπαθώντας ν' αγνοήσουν τα παρατηρητικά μάτια των βασιλίσκων. Η Σελήνη βάδιζε πρώτη, σκυφτή· ο Άντριν ακολουθούσε, κοιτάζοντας ολόγυρα, το σκοτάδι και τα σημεία που φωτίζονταν από το ασθενικό φεγγαρόφωτο. Ένα δέντρο άνοιξε, σαν ο κορμός του να σχίστηκε στα δύο...Ύστερα, έκλεισε...και ο Άντριν δεν ακολουθούσε, πια, τη Σελήνη, η οποία δεν είχε ακούσει ή αντιληφτεί τίποτα. Μερικά βήματα παρακάτω, κάτι έφτασε στ' αφτιά της. Ένα νιαούρισμα, που (για κάποιο λόγο) της έμοιαζε κοροϊδευτικό...
Στράφηκε, τραβώντας το ξιφίδιο που είχε περασμένο στη ζώνη της και δεκάδες γάτες της χίμησαν, από παντού, προσπαθώντας να την ξεσκίσουν με νύχια και με δόντια, ενώ οι ουρές τους τυλίγονταν σα σκληρά, δερμάτινα μαστίγια γύρω απ' τα μέλη της.
Πανικόβλητη κοίταξε τριγύρω, οι γάτες ολοένα και πλήθαιναν κι ούτε ένα ίχνος του Άντριν!
«Άντριν! Να πάρει!»
Τίναξε σπασμωδικά τα χέρια της, προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από τα εχθρικά νύχια που πλήγιαζαν ακατάπαυστα το δέρμα της...
«Να πάρει! Να σας πάρει!»
Πριν προλάβει να σκεφτεί, οι μαύροι γάτοι την είχαν κιόλας κάνει να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στο χώμα, καθιστώντας έτσι αδύνατη κάθε προσπάθεια απόδρασης. Ζαλισμένη από την πτώση κοιτούσε σαστισμένα τα κατάμαυρα αιλουροειδή καθώς περιεργάζονταν τα ρούχα της: δεν τη γρατζούνιζαν πια, μόνο τη μύριζαν και την περιεργάζονταν, σα να έψαχναν κάτι...Το Βιβλίο των Σκιών...και μόνο η σκέψη έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει...Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια τους!
Ένας από τους γάτους, όμως, ήταν πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Περπάτησε κατά μήκος του στέρνου της Σελήνης και την κοίταξε κατάματα: πρώτη φορά έβλεπε γάτο με βαθυγάλανες στρογγυλές κόρες! Το βλέμμα του ήταν αλλόκοτο, εξώκοσμο, σαγηνευτικό και μυστηριώδες και τότε ήταν που κατάλαβε...
«Καταραμένε! Προδότη!»
Η Σελήνη ούρλιαξε έξαλλη στη θέα του παράξενου γάτου. Εκείνος, ήρεμα και στωικά, έστρεψε το σώμα του κατεβαίνοντας από πάνω της. Απομακρύνθηκε λίγο και η γατίσια ουρά του χάθηκε σε ένα εκτυφλωτικό μοβ φως που έκανε τη Σελήνη να στρέψει ασυναίσθητα το κεφάλι από την άλλη μεριά. Όταν το φως καταλάγιασε κι η Σελήνη ξεπέρασε την αρχική θολούρα, είδε τα καταγάλανα μάτια του Ουρανού να την κοιτούν γαλήνια.
«Πραγματικά, αγαπητή μου, φαντάστηκες πως θα σε άφηναν να κλέψεις το Βιβλίο των Σκιών μέσα από τον Κήπο;»
Η Σελήνη άφριζε από μένος. Τίναζε τα άκρα της, όμως οι παράξενοι μαύροι γάτοι είχαν τυλίξει τις ουρές τους σφιχτά γύρω από τα χέρια και τα πόδια της κι ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Ο Ουρανός την πλησίασε αργά και με μια αέρινη κίνηση έβαλε το χέρι του μέσα στο παλτό της. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η αναζήτησή του απέδωσε καρπούς...
«Τι έχουμε εδώ; Μάλιστα...ιδού το μήλον της έριδος!»
Τράβηξε το παράξενο βιβλίο μέσα από το παλτό της έξαλλης Σελήνης και το σήκωσε ως το ύψος του στέρνου του.
Ξαφνικά, νεκρική σιγή επικράτησε στον Κήπο για μια ακόμα φορά και μια μακάβρια αύρα διαπέρασε τις οντότητες του Κήπου. Οι βασιλίσκοι κρύφτηκαν γοργά ανάμεσα στις φυλλωσιές των θάμνων, το νυχτοπούλι πέταξε τρομαγμένο κι όλες οι γάτες σώπασαν απότομα. Το βιβλίο, ένας σκουρόχρωμος παχύς τόμος δεμένος με δέρμα και σχοινί, φαινόταν παλαιωμένο αν και αχρησιμοποίητο. Στο εξώφυλλό του, ένα τεράστιο γραμμικό σύμβολο, προκαλούσε αποστροφή και ανησυχία στα περίεργα βλέμματα που τολμούσαν να το αντικρίσουν.
Ο Ουρανός έκρυψε βιαστικά το βιβλίο μέσα στο μακρύ δερμάτινο παλτό του...Δεν πρέπει να αμφισβητώ τη δύναμή του, αυτό το Βιβλίο και κλειστό είναι επικίνδυνο!
Κοιτώντας επιτιμητικά τη Σελήνη προσέθεσε:
«Πόσο άμυαλη είσαι, να καλείς μια δύναμη που δε μπορείς να ελέγξεις! Αλλά δε θα αποφασίσω εγώ για σένα: αυτό μόνο ο Δημιουργός μπορεί να το κάνει! Το παιχνίδι εξουσίας που ξεκινήσατε με τον Ήλιο τελειώνει εδώ!»
Αποκαμωμένη από την υπερπροσπάθεια να ελευθερωθεί από τα δεσμά της, η Σελήνη αναστέναξε απογοητευμένη. Με ένα νεύμα του Ουρανού τα μαύρα αιλουροειδή απαγκιστρώθηκαν από το σώμα της κι εκείνη ανακάθισε ζαλισμένη. Ο Ουρανός τη σήκωσε όρθια με μια άγαρμπη κίνηση. Μ' ένα σήκωμα του χεριού του ισχυρά δερμάτινα δεσμά εμφανίστηκαν από το πουθενά φυλακίζοντας πισθάγκωνα τους καρπούς της, στο ύψος της μέσης. Της έκανε νεύμα να προχωρήσει μπροστά κι εκείνη δεν αντιστάθηκε. Περπάτησαν ως τη βελανιδιά με το χοντρό κορμό που είχε καταπιεί πρωτύτερα τον Άντριν και με ένα βλέμμα του Ουρανού το δέντρο υπάκουσε ελευθερώνοντας το συνεργό της Σελήνης. Ο Άντριν ζαλισμένος έτριψε τα μάτια του μπροστά στη θέα του Ουρανού μην πιστεύοντας το θέαμα που αντίκριζε. Αναστέναξε στη θέα των δεσμών της συνεργού του κι ακολούθησε αποκαρδιωμένος τη μυστικιστική πομπή ως την αίθουσα του Δημιουργού...
Η αίθουσα της Κρίσεως ήταν ένα τεράστιο κυκλικό οίκημα με θολωτό ταβάνι και υπέροχες τοιχογραφίες που όλες απεικόνιζαν σύννεφα. Μέσα στον τοίχο, ακριβώς στη διεύθυνση του Βορρά, βρισκόταν λαξευμένος ο θρόνος του Δημιουργού, καλυμμένος από ολόλευκο μάρμαρο. Δεξιά του θρόνου οι τοιχογραφίες απεικόνιζαν κάτασπρα σύννεφα σε καταγάλανους ουρανούς που φωτίζονταν από το φως του ήλου. Αριστερά του απεικονίζονταν καταιγίδες που δημιουργούσαν μαύρα σύννεφα σε σκοταδιασμένους ουρανούς, υπό τη λάμψη της σελήνης. Τα πατώματα ήταν πάλλευκα και κρύα, ενώ μια τεράστια αχνή σπείρα σχηματιζόταν από το κέντρο του πατώματος ως τους τοίχους.
Ο Άντριν είχε ακούσει να μιλούν για την αίθουσα της Κρίσεως, όμως το θέαμα ξεπερνούσε κάθε περιγραφή! Σαστισμένος κοιτούσε τριγύρω με ανοιχτό το στόμα. Ένιωσε απαράμιλλο δέος στη μεγαλοπρέπεια της απλότητας του οικήματος, δέος που μετατράπηκε σε φόβο όταν άκουσε τη φωνή του Δημιουργού, συνοδευόμενη από μια εκτυφλωτική λάμψη, να απευθύνεται στον Ουρανό:
«Μπορείς να αποσυρθείς, Ουρανέ. Να τοποθετήσεις το Βιβλίο στην κρύπτη του με προσοχή. Θα κληθείς ξανά όταν παραστεί ανάγκη.»
Η Σελήνη ένιωσε τα περικάρπιά της να απελευθερώνονται από τα μαγικά δεσμά του Ουρανού και ασυναίσθητα τα έτριψε για να ξεμουδιάσουν τα χέρια της. Νέα και όμορφη, σαν ηλιοβασίλεμα, με τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της και τα πράσινα μάτια της, το νεότερο μέλος της οικογένειας του Δημιουργού, μόλις είχε διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία του Στερεώματος: είχε αναζητήσει το Βιβλίο των Σκιών στα έγκατα του Κήπου, το είχε ανασύρει από τη μυστική του κρυψώνα με τη βοήθεια ενός εκκολαπτόμενου εκπροσώπου των κατώτερων στρωμάτων του Κήπου και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις μαγικές του ικανότητες για να κυριαρχήσει στο ουράνιο Στερέωμα έναντι του Ήλιου. Αυτό καθιστούσε προδοσία ικανή να της κοστίσει την ύπαρξή της.
«Άντριν, κατάπτυστο ων των κατώτερων στρωμάτων του Κήπου, διέπραξες ξανά προδοσία, βοηθώντας αυτή τη φορά τη Σελήνη να κλέψει το Βιβλίο των Σκιών! Τι έχεις να πεις για την πράξη σου;»
Η βροντερή φωνή του Δημιουργού ήχησε τρομακτική στ' αυτιά του μικρόσωμου Άντριν. Ένα ανθρωπάκι κοντό και παχουλό, με αστείες κόκκινες μπούκλες και θλιμμένα μαύρα μάτια, πίσω από τα οποία έκρυβε ένα ασυνήθιστα πανούργο μυαλό που σοφιζόταν διαρκώς ραδιούργα σχέδια υπονόμευσης της ισορροπίας του Κήπου. Στο άκουσμα της κατηγορίας κρύφτηκε ενστικτωδώς πίσω από το φόρεμα της Σελήνης βάζοντας τα κλάματα: ένα κλάμα διαπεραστικό και απεγνωσμένα αξιολύπητο, που παρακαλούσε κατά βάθος για την επιείκεια του Δημιουργού, χωρίς όμως να τη ζητά!
«Πάντα στα έγκατα της Γης να σέρνεσαι Άντριν, εκεί που η ζέστη είναι τόσο φρικτή που μαλακώνει και τις πιο σκληρές καρδιές. Να πορευθείς στη μοναξιά και την απαξία μαζί με τους ομοίους σου και το φως του Ήλιου να μην φτάνει ν' αγγίξει στο δέρμα σου!»
Στο άκουσμα της τιμωρίας του ο Άντριν εξαϋλώθηκε κι η σκιά του μετατράπηκε σε μαύρο σύννεφο που άφησε στο μαρμάρινο πάτωμα μια υποψία γκρίζας σκόνης. Κανείς δε μίλησε ξανά γι' αυτόν στον Κήπο κι όσοι πρόφεραν το όνομά του από εκείνη την ημέρα το έκαναν με εξαιρετική προσοχή. Φήμες λένε πως τον είδαν κάποιοι να περιφέρεται στα κατώτερα στρώματα του Κήπου με δέρμα λευκό όπως των νεκρών και μάτια κατακόκκινα όπως του κερασιού...αλλά στον Κήπο συχνά ακούγονται συχνά διάφορες υπερβολές από τους κουτσομπόληδες βασιλίσκους!
«Σελήνη, τι έχεις να πεις για την αποτρόπαια πράξη σου;»
Η Σελήνη, δακρυσμένη, δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της για να αναζητήσει την πηγή της φωνής που έκανε την ψυχή της να ριγεί από φόβο. Μονάχα έτριβε από αμηχανία τους καρπούς των χεριών της, που εδώ και ώρα είχαν ξεμουδιάσει.
«Η ματαιοδοξία, Σελήνη, είναι σοβαρό παράπτωμα! Θέλησες να καταλάβεις την εξουσία του Στερεώματος, αποδιώχνοντας τον Ήλιο, ώστε να κυβερνάς μόνη τον Ουρανό και να βυθίσεις τη Γη στο σκότος! Κι όλα αυτά για να τα επιτύχεις επεδίωξες να χρησιμοποιήσεις Μαγεία, κλέβοντας παράλληλα το ξιφίδιο του Φύλακα του Βιβλίου των Σκιών!»
Η Σελήνη έκρυψε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της κλαίγοντας με λυγμούς. Δεν είχε πια καμία σημασία αν αυτό τον πόλεμο τον είχε ξεκινήσει ο Ήλιος κάμποσες Συνεδρίες νωρίτερα, ούτε είχε νόημα να κατηγορήσει κάποιον. Σημασία είχε πως εκείνη συνέχισε τη βεντέτα για την κατάκτηση του Στερεώματος χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα. Ένιωθε αποτροπιασμό για τον εαυτό της και δεν είπε κουβέντα: άλλωστε καμία συγγνώμη δεν αρκούσε για να ξεπλύνει τη ντροπή που ένιωθε...
«Η απόφασή μου είναι αυτή και κανείς δε δύναται να την αμφισβητήσει: ο Ήλιος κι εσύ θα μοιράζεστε ισοδύναμα το χρόνο στο στερέωμα και κανείς δε θα λογίζεται χρονικά σημαντικότερος του άλλου. Καθένας θα βασιλεύει το δικό του χρονικό διάστημα. Όσα είναι τα πλάσματα της ημέρας, τόσα θα είναι και τα πλάσματα της νύχτας και έως επτά φορές το χρόνο ένας από τους δυο σας θα εξαφανίζεται από τον ουρανό, δίνοντας τη θέση του στον άλλο, ώστε να θυμάστε στον Αιώνα τον Άπαντα πως όλοι είναι ίσοι στο Στερέωμα και πως κανείς ποτέ δε θα αποκτήσει πλήρη κυριαρχία πάνω σε αυτό.»
Στο άκουσμα αυτών των λόγων η Σελήνη αναστέναξε με μελαγχολία και συνάμα ανακούφιση που δεν είχε την τύχη του Άντριν. Η τιμωρία ήταν δίκαιη και σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Για μια στιγμή η Σελήνη αναρωτήθηκε αν η διαπίστωση της σοβαρότητας του σφάλματός της ήταν που της χάρισε το έλεος του Δημιουργού, ή αν ο διαχωρισμός του στερεώματος ήταν εξ' αρχής μέσα στις προθέσεις Του. Ο φόβος και η αναγνώριση του δικαίου της απόφασής Του την έκαναν να σταματήσει να κάνει τέτοιες σκέψεις.
Η λάμψη που συνόδευε τη βροντερή φωνή του Δημιουργού χάθηκε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί και απόλυτη ησυχία κυριάρχησε στην αίθουσα της Κρίσεως. Η Σελήνη κοίταξε κουρασμένα προς την έξοδο της αίθουσας, την ομορφιά του Κήπου.
Το νυχτοπούλι ξανάρχισε να πετάγεται από κλαράκι σε κλαράκι, οι βασιλίσκοι σταμάτησαν να κρύβονται πίσω από τις πλούσιες φυλλωσιές των θάμνων κι οι ξαναμμένοι γάτοι ξανάρχιζαν να «συζητούν» τον έρωτά τους.
Κι όπως η Σελήνη βάδιζε με αργά αλλά σταθερά βήματα προς την έξοδο της αίθουσας της Κρίσεως αποδεχόμενη την - καθ' όλα δίκαια - τιμωρία της, η Πρώτη Μέρα της Δημιουργίας ολοκληρωνόταν...
Εισαγωγή: Βάρδος (204 λέξεις)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου