Κάποιος θνητός το διάλεξε
σε προσωπείο τρανό
το πρόσωπό του να κρυφτεί,
μήπως ποτέ και αντικρίσει
επιθυμίες του παλιές.
Άνοιξε τη ντουλάπα άδειος
ξεδίπλωσε λάγνο το βλέμμα,
άγγιξε τα κουτιά του λαίμαργα:
"Ποιο λες να βάλω απόψε;
Το προσωπείο που γελά
ή εκείνο που δακρύζει;
Εκείνο που να σ' αναζητά
ή αυτό που σ' έχει αφήσει;"
Κάποιος που δε σκεπτόταν,
σκοτεινός και ξυπνητός αναίτια,
κοιτάχτηκε στην άμμο.
Κάποιος που δε σκεπτόταν,
σκοτεινός και ξυπνητός αναίτια,
κοιτάχτηκε στην άμμο.
Σα ρίγη ράγισε η στιγμή
μα δεν κατάλαβε γιατί...
Μόνο τον πόνο ένιωσε
που πλήγωνε το δέρμα,
μια ανάσα πανικόβλητη
αφήνοντας να βγει.
"Τι έχω κάνει; χάθηκα;
Κι αν χάθηκα, με βρήκαν;
Κι όποιοι με βρήκαν
ένιωσαν το λόγο που υποφέρω;"
Κάποιος τρίτος – τελευταίος πάντα –
διαπίστωσε μ' απάθεια
πως προσωπείο και πρόσωπο
γρήγορα γίνονται ένα.
Δεν έκλαψε στιγμή:
ένιωσαν το λόγο που υποφέρω;"
Κάποιος τρίτος – τελευταίος πάντα –
διαπίστωσε μ' απάθεια
πως προσωπείο και πρόσωπο
γρήγορα γίνονται ένα.
Δεν έκλαψε στιγμή:
δεν είχε μάτια να κλαφτούν,
μόνο σχισμές απόμακρες,
κίτρινες, φωτεινές.
Έτσι, χαρούμενος αυτός,
έριξε ολούθε του το φως
με χρώμα και πνοή αρκετή
θέλοντας να γιορτάσει.
Όμως η μάσκα, ατελής,
δεν είχε χώρο αναπνοής
και πριν προλάβει να χαρεί
σωριάστηκε στη γη...
Καμιά ιστορία με αρχή,
καμιά ζωή με τέλος
στη γη δε ζουν οι άγγελοι
πάψε να το πιστεύεις...
Καμιά ιστορία με αρχή,
καμιά ζωή με τέλος
στη γη δε ζουν οι άγγελοι
πάψε να το πιστεύεις...
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου