Ένα απροσδόκητο πρωινό,
ένα απροσάρμοστο κορίτσι,
στο κατώφλι του Στράκα:
καφές για το δρόμο, κρύος και μόνος.
Στο νου να καθρεφτίζει το Φεγγάρι
της Πλατείας:
κι εκείνο, Θεέ, το δάσος από
Κυπαρίσσια.
Η γουλιά απ’ το ποτήρι, σαν ελιξίριο από κράνο·
την πήγε στη σοφίτα με το αόρατο γραφείο…
Η κατάρα Του για απομόνωση, επιλογή
της.
Κι έτσι μετράει τον καιρό· κρυφοσκεπτόμενη:
«Είχε κι άλλο; Έχει κι άλλο;
Αν όχι Εκεί, τότε… πού;»
Ξεχασμένη; Ναι. Ξέχασε; Όχι.
Είναι, άλλωστε, τόσο άσκοπα άστοργη η λήθη·
σαν τα αποσιωπητικά στις προτάσεις:
ζουν για να βλέπουν τις
επιθυμίες να πεθαίνουν...
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου