Πέρασα δύο από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου μελετώντας μια άυλη (και για πολλούς άχαρη) έννοια η οποία καλείται «σήμα». Το «σήμα», στην πράξη, δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνάρτηση ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερες) οντότητες, τις οποίες οι πεφωτισμένοι διδάσκαλοι του Κόσμος (οι της Φυσικής και των Μαθηματικών) έχουν ορίσει εδώ και κάμποσα χρόνια με τον πλέον αυστηρό και ξεκάθαρο τρόπο. Θεωρητικά, λοιπόν, μάλλον δεν είναι ένα πεδίο δόξης το οποίο θα σε ενέπνεε να κάνεις «ομορφιές».
Μολαταύτα, ο τρόπος σκέψης μου βρήκε τόσο ισχυρά σημεία ταύτισης με το «σήμα» και τις θεωρίες που το διέπουν που, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν στοιχεία της παλιάς μου επιστήμης τα οποία λειτουργούν ως δίαυλοι ανάμεσα στις καθημερινές εμπειρίες μου και την κατανόηση αυτών.
Όταν κάποιος μελετά για πρώτη φορά τις βασικές αρχές του «σήματος», συναντά διάφορους ενδιαφέροντες όρους οι οποίοι συχνά ξεχνούν να κάνουν την εμφάνισή τους στην πεζή μας καθημερινότητα. Όροι που εκφράζονται με λέξεις όπως η «απόκριση», οι «αρμονικές», η «ολοκλήρωση» και ο «πραγματικός χρόνος».
Αναλογιζόμενος το παρελθόν, πόσες ήταν οι φορές που ένας άνθρωπος «αποκρίθηκε» πραγματικά στο (πνευματικό, επικοινωνιακό, ερωτικό) κάλεσμά σου; Κάνοντας τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε, ελάχιστες δεν ήταν οι «αρμονικές» συνευρέσεις; Ποια ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες την απόλυτη «ολοκλήρωση» δίπλα από (ή μέσα σε) έναν άλλον άνθρωπο; Δεν είναι (σχεδόν) ειρωνικό το γεγονός ότι, παρ’ ότι έχουμε τελειοποιήσει το quartz, το πρώτο στοιχείο το οποίο απουσιάζει από την κάθε μας ημέρα είναι ο «πραγματικός χρόνος» με τον εαυτό μας ή τους άλλους;
Κι όμως, κάθε «σήμα», από το πιο απλοϊκό έως το πλέον πολυδιάστατο, απεικονίζεται με βάση την απόκριση των συχνοτήτων του, χαρακτηρίζεται από τις αρμονικές του συνιστώσες, συνελίσσεται και ολοκληρώνεται μόνο μέσα από άλλα σήματα, ενώ δεν ξεχνά να διατηρεί αμετάβλητα τα χαρακτηριστικά του λειτουργώντας σε πραγματικό χρόνο. Έτσι, το «σήμα», αυτό το φυσικά ανύπαρκτο δημιούργημα το οποίο καλύπτει την ανάγκη του σκεπτόμενου ανθρώπου να εξηγήσει ένα μέρος του κόσμου, αγγίζει, μέσα από τον ορισμό του, την τελειότητα γιατί, συν τοις άλλοις, δε ζει μοναχικά: αγαπάει τις συνευρέσεις…
Όταν ξεκίνησα να επεξεργάζομαι το «σήμα», εφαρμόζοντας πάνω του διάφορα τεχνοκρατικά τερτίπια καταγράφοντας τα εκάστοτε εξαγόμενα, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι για ποιο λόγο εκατοντάδες επιστήμες ανά τον κόσμο το προτιμούν σχεδόν φανατικά, περισσότερο από κάθε άλλη μαθηματική απεικόνιση. Ήταν απλό: το «σήμα» είναι απαλλαγμένο από προκαταλήψεις – σε αφήνει να παίξεις μαζί του με όποιο τρόπο εσύ επιθυμείς, να εφαρμόσεις όποιο εργαλείο, μοντέλο ή μεθοδολογία θελήσεις, σκεφτείς ή δημιουργήσεις, καθιστώντας σε ανά πάσα στιγμή (απολύτως) υπεύθυνο για την περίπτωση κατά την οποία το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Το «σήμα» σου υποδεικνύει τα λάθη σου και σε αναγκάζει να βρεις τρόπο να τα επιλύσεις εάν θέλεις να εμβαθύνεις σε αυτό: δεν υπάρχει μέση λύση, μόνο η κατάλληλη.
Όταν εντρύφησα στο δισδιάστατο «σήμα» (δηλαδή στη μαγεία της εικόνας), η επικοινωνιακή μου φιλοσοφία απέκτησε ένα ακόμη μονοπάτι στην πορεία της προς την ολοκλήρωση. Άνοιξα το μυαλό μου στην έννοια του εύρους συχνοτήτων, αντιλαμβανόμενη πόσο ισορροπημένη γίνεται μια απεικόνιση όταν τα εικονοστοιχεία της προσλαμβάνουν τιμές μορφοποιημένα κατανεμημένες μέσα σε αυτή. Τότε ήταν που άγγιξα με τη σκέψη μου τη διαφορά της υψηλής από τη χαμηλή συχνότητα…
Ας θεωρήσουμε ότι έχουμε μπροστά μας έναν παλιό πίνακα ζωγραφικής: ένα κόκκινο πεντάγωνο, σε σκονισμένο μαύρο φόντο, με το πεντάγωνο να βρίσκεται (όχι αυστηρά) στο κέντρο του πίνακα. Σε αυτή την απλοϊκή γεωμετρική απεικόνιση, οι χαμηλές συχνότητες δεν είναι άλλες από το κόκκινο σχήμα αυτό καθ’ εαυτό, χοντρικά τοποθετημένο κάπου στο πλαίσιο του μαύρου φόντου. Τόσο απλά και (σχεδόν) τίποτε άλλο δεν περιγράφεται από χαμηλές συχνότητες.
Και οι υψηλές; Αυτές είναι που προσδίδουν στην απεικόνιση τα πιο ενδιαφέροντα δομικά της στοιχεία. Αυτές είναι το αλατοπίπερο της οπτικοποίησης: ότι το πλιγούρι για το ταμπουλέ και το διακριτικό άρωμα για μια πραγματική γυναίκα. Οι υψηλές συχνότητες δίνουν στο γεωμετρικό σχήμα τα αυστηρά του όρια, στοιχειοθετούν τις γωνιακές του λεπτομέρειες αλλά περιέχουν και… το θόρυβο ο οποίος αλλοιώνει το φόντο.
Εάν εστιάσεις μόνο στις υψηλές συχνότητες, χάνεις όλη την ουσία της απεικόνισης: στην πράξη έχεις απέναντί σου ένα κόκκινο πεντάγωνο. Εάν σταθείς αποκλειστικά στις χαμηλές συχνότητες, γρήγορα θα απογοητευτείς από τη γενικευμένα αδιάφορη προσέγγιση του θέματος: πολλές γωνίες, αυστηρές γραμμές, άπειρος θόρυβος και η ενδέκατη εντολή - «Ου μπλέξεις!»
Μέσα από αυτή τη σχεδόν παρεξηγήσιμη «ωδή προς το σήμα», θέλω να σου εξηγήσω ότι, μοιραία, στο πλαίσιο μιας νέας επικοινωνίας, δύο άνθρωποι θα προβάλλουν εκ πρώτης όψεως τις χαμηλές τους συχνότητες: τις γενικές εκφάνσεις της προσωπικότητάς τους, τις χοντρικές προσεγγίσεις της ψυχής τους. Θες από φόβο μπροστά στην απόρριψη; Θες από αποστροφή για τον κόπο τον οποίο απαιτεί το πηγαίο ενδιαφέρον; Δώσε μια αιτιολογία και προχώρησε τη σκέψη σου στο επόμενο επίπεδο...
Η ουσία, λοιπόν, είναι ότι το αμάλγαμα μιας ψυχής (της δικής μας αλλά και του άλλου), χτίζεται και ξεδιπλώνεται συν τω χρόνω, απελευθερώνοντας σταδιακά τις λεπτομέρειες οι οποίες μας διαφοροποιούν από το διπλανό μας. Κι οι υψηλές συχνότητες στις οποίες αναφέρομαι με στόμφο, δεν είναι άλλες από το λόγο για τον οποίο διαρκώς χτυπάς νευρικά το πόδι σου στο πάτωμα όταν κάθεσαι στην καρέκλα, την ενοχλητική (για τους άλλους) συνήθειά μου να σιγομουρμουρίζω πάντα κάποια μελωδία, τη νευρικότητά του όταν εκείνη του ζητά να κοιμηθούν αγκαλιά, τη λάμψη στο βλέμμα του όταν ακούει μια νέα προσέγγιση σε ένα πολυφορεμένο θέμα, την εμμονή της με την καθολική απουσία σκόνης από τα λουστραρισμένα έπιπλα.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που διατείνονται ότι σταδιακά, όλοι μας, άλλος λίγο κι άλλος πιο πολύ, θα βρεθούμε λίαν συντόμως από τα ψηλά στα χαμηλά (ως έθνος; ως άτομα; ως οντότητες;).
Σε πείσμα των καιρών, θα συνεχίσω να σε κοιτάζω με προσήλωση μέσα από τα μάτια του μυαλού μου, εστιάζοντας σταδιακά από τις χαμηλές προς τις υψηλές συχνότητες της ψυχής σου, επιθυμώντας μόνον τούτο: να δοκιμάσεις να με δεις κι εσύ ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, κρατώντας καθ' όλη τη διάρκεια της κοινής μας διαδρομής ορθάνοιχτα τόσο τα μάτια όσο και το μυαλό σου...
Μολαταύτα, ο τρόπος σκέψης μου βρήκε τόσο ισχυρά σημεία ταύτισης με το «σήμα» και τις θεωρίες που το διέπουν που, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν στοιχεία της παλιάς μου επιστήμης τα οποία λειτουργούν ως δίαυλοι ανάμεσα στις καθημερινές εμπειρίες μου και την κατανόηση αυτών.
Όταν κάποιος μελετά για πρώτη φορά τις βασικές αρχές του «σήματος», συναντά διάφορους ενδιαφέροντες όρους οι οποίοι συχνά ξεχνούν να κάνουν την εμφάνισή τους στην πεζή μας καθημερινότητα. Όροι που εκφράζονται με λέξεις όπως η «απόκριση», οι «αρμονικές», η «ολοκλήρωση» και ο «πραγματικός χρόνος».
Αναλογιζόμενος το παρελθόν, πόσες ήταν οι φορές που ένας άνθρωπος «αποκρίθηκε» πραγματικά στο (πνευματικό, επικοινωνιακό, ερωτικό) κάλεσμά σου; Κάνοντας τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε, ελάχιστες δεν ήταν οι «αρμονικές» συνευρέσεις; Ποια ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες την απόλυτη «ολοκλήρωση» δίπλα από (ή μέσα σε) έναν άλλον άνθρωπο; Δεν είναι (σχεδόν) ειρωνικό το γεγονός ότι, παρ’ ότι έχουμε τελειοποιήσει το quartz, το πρώτο στοιχείο το οποίο απουσιάζει από την κάθε μας ημέρα είναι ο «πραγματικός χρόνος» με τον εαυτό μας ή τους άλλους;
Κι όμως, κάθε «σήμα», από το πιο απλοϊκό έως το πλέον πολυδιάστατο, απεικονίζεται με βάση την απόκριση των συχνοτήτων του, χαρακτηρίζεται από τις αρμονικές του συνιστώσες, συνελίσσεται και ολοκληρώνεται μόνο μέσα από άλλα σήματα, ενώ δεν ξεχνά να διατηρεί αμετάβλητα τα χαρακτηριστικά του λειτουργώντας σε πραγματικό χρόνο. Έτσι, το «σήμα», αυτό το φυσικά ανύπαρκτο δημιούργημα το οποίο καλύπτει την ανάγκη του σκεπτόμενου ανθρώπου να εξηγήσει ένα μέρος του κόσμου, αγγίζει, μέσα από τον ορισμό του, την τελειότητα γιατί, συν τοις άλλοις, δε ζει μοναχικά: αγαπάει τις συνευρέσεις…
Όταν ξεκίνησα να επεξεργάζομαι το «σήμα», εφαρμόζοντας πάνω του διάφορα τεχνοκρατικά τερτίπια καταγράφοντας τα εκάστοτε εξαγόμενα, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι για ποιο λόγο εκατοντάδες επιστήμες ανά τον κόσμο το προτιμούν σχεδόν φανατικά, περισσότερο από κάθε άλλη μαθηματική απεικόνιση. Ήταν απλό: το «σήμα» είναι απαλλαγμένο από προκαταλήψεις – σε αφήνει να παίξεις μαζί του με όποιο τρόπο εσύ επιθυμείς, να εφαρμόσεις όποιο εργαλείο, μοντέλο ή μεθοδολογία θελήσεις, σκεφτείς ή δημιουργήσεις, καθιστώντας σε ανά πάσα στιγμή (απολύτως) υπεύθυνο για την περίπτωση κατά την οποία το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Το «σήμα» σου υποδεικνύει τα λάθη σου και σε αναγκάζει να βρεις τρόπο να τα επιλύσεις εάν θέλεις να εμβαθύνεις σε αυτό: δεν υπάρχει μέση λύση, μόνο η κατάλληλη.
Όταν εντρύφησα στο δισδιάστατο «σήμα» (δηλαδή στη μαγεία της εικόνας), η επικοινωνιακή μου φιλοσοφία απέκτησε ένα ακόμη μονοπάτι στην πορεία της προς την ολοκλήρωση. Άνοιξα το μυαλό μου στην έννοια του εύρους συχνοτήτων, αντιλαμβανόμενη πόσο ισορροπημένη γίνεται μια απεικόνιση όταν τα εικονοστοιχεία της προσλαμβάνουν τιμές μορφοποιημένα κατανεμημένες μέσα σε αυτή. Τότε ήταν που άγγιξα με τη σκέψη μου τη διαφορά της υψηλής από τη χαμηλή συχνότητα…
Ας θεωρήσουμε ότι έχουμε μπροστά μας έναν παλιό πίνακα ζωγραφικής: ένα κόκκινο πεντάγωνο, σε σκονισμένο μαύρο φόντο, με το πεντάγωνο να βρίσκεται (όχι αυστηρά) στο κέντρο του πίνακα. Σε αυτή την απλοϊκή γεωμετρική απεικόνιση, οι χαμηλές συχνότητες δεν είναι άλλες από το κόκκινο σχήμα αυτό καθ’ εαυτό, χοντρικά τοποθετημένο κάπου στο πλαίσιο του μαύρου φόντου. Τόσο απλά και (σχεδόν) τίποτε άλλο δεν περιγράφεται από χαμηλές συχνότητες.
Και οι υψηλές; Αυτές είναι που προσδίδουν στην απεικόνιση τα πιο ενδιαφέροντα δομικά της στοιχεία. Αυτές είναι το αλατοπίπερο της οπτικοποίησης: ότι το πλιγούρι για το ταμπουλέ και το διακριτικό άρωμα για μια πραγματική γυναίκα. Οι υψηλές συχνότητες δίνουν στο γεωμετρικό σχήμα τα αυστηρά του όρια, στοιχειοθετούν τις γωνιακές του λεπτομέρειες αλλά περιέχουν και… το θόρυβο ο οποίος αλλοιώνει το φόντο.
Εάν εστιάσεις μόνο στις υψηλές συχνότητες, χάνεις όλη την ουσία της απεικόνισης: στην πράξη έχεις απέναντί σου ένα κόκκινο πεντάγωνο. Εάν σταθείς αποκλειστικά στις χαμηλές συχνότητες, γρήγορα θα απογοητευτείς από τη γενικευμένα αδιάφορη προσέγγιση του θέματος: πολλές γωνίες, αυστηρές γραμμές, άπειρος θόρυβος και η ενδέκατη εντολή - «Ου μπλέξεις!»
Μέσα από αυτή τη σχεδόν παρεξηγήσιμη «ωδή προς το σήμα», θέλω να σου εξηγήσω ότι, μοιραία, στο πλαίσιο μιας νέας επικοινωνίας, δύο άνθρωποι θα προβάλλουν εκ πρώτης όψεως τις χαμηλές τους συχνότητες: τις γενικές εκφάνσεις της προσωπικότητάς τους, τις χοντρικές προσεγγίσεις της ψυχής τους. Θες από φόβο μπροστά στην απόρριψη; Θες από αποστροφή για τον κόπο τον οποίο απαιτεί το πηγαίο ενδιαφέρον; Δώσε μια αιτιολογία και προχώρησε τη σκέψη σου στο επόμενο επίπεδο...
Η ουσία, λοιπόν, είναι ότι το αμάλγαμα μιας ψυχής (της δικής μας αλλά και του άλλου), χτίζεται και ξεδιπλώνεται συν τω χρόνω, απελευθερώνοντας σταδιακά τις λεπτομέρειες οι οποίες μας διαφοροποιούν από το διπλανό μας. Κι οι υψηλές συχνότητες στις οποίες αναφέρομαι με στόμφο, δεν είναι άλλες από το λόγο για τον οποίο διαρκώς χτυπάς νευρικά το πόδι σου στο πάτωμα όταν κάθεσαι στην καρέκλα, την ενοχλητική (για τους άλλους) συνήθειά μου να σιγομουρμουρίζω πάντα κάποια μελωδία, τη νευρικότητά του όταν εκείνη του ζητά να κοιμηθούν αγκαλιά, τη λάμψη στο βλέμμα του όταν ακούει μια νέα προσέγγιση σε ένα πολυφορεμένο θέμα, την εμμονή της με την καθολική απουσία σκόνης από τα λουστραρισμένα έπιπλα.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που διατείνονται ότι σταδιακά, όλοι μας, άλλος λίγο κι άλλος πιο πολύ, θα βρεθούμε λίαν συντόμως από τα ψηλά στα χαμηλά (ως έθνος; ως άτομα; ως οντότητες;).
Σε πείσμα των καιρών, θα συνεχίσω να σε κοιτάζω με προσήλωση μέσα από τα μάτια του μυαλού μου, εστιάζοντας σταδιακά από τις χαμηλές προς τις υψηλές συχνότητες της ψυχής σου, επιθυμώντας μόνον τούτο: να δοκιμάσεις να με δεις κι εσύ ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, κρατώντας καθ' όλη τη διάρκεια της κοινής μας διαδρομής ορθάνοιχτα τόσο τα μάτια όσο και το μυαλό σου...
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου